Χορήγηση της άδειας μέχρι 31 Δεκεμβρίου
Ανδρέας Κ. Σακελλαριάδης
Λογιστής – Φοροτέχνης
Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του Ν.539/1945 η οποία αναφέρει:
«Η χρονική περίοδος χορηγήσεως της αδείας κανονίζεται μεταξύ εργοδότου και μισθωτού, του πρώτου υποχρεουμένου να χορηγήση την αιτηθείσαν άδειαν το πολύ εντός διμήνου από της υπό του δευτέρου διατυπώσεως της σχετικής αιτήσεως.
Πάντως το ήμισυ τουλάχιστον των κατ΄ έτος, εν εκάστη επιχειρήσει, δικιαουμένων αδείας δέον να ικανοποιούνται εντός του από 1ης Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου χρονικού διαστήματος.
Η κατά τα ανωτέρω απαιτουμένη αίτησις σκοπεί μόνον εις τον προσδιορισμόν των χρονικών ορίων, εντός των οποίων υφίσταται υποχρέωσις διά την χορήγησιν της αδείας και δεν αποτελεί τυπικήν προϋπόθεσιν διά την υπό του μισθωτού, κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, άσκησιν του εις άδειαν μετ` αποδοχών δικαιώματος αυτού, του εργοδότου υποχρεουμένου όπως προ της λήξεως του ημερολογιακού έτους, παράσχη την άδειαν έστω και εάν δεν εζητήθη αύτη υπό του μισθωτού».
Και με την παράγραφο 1 του άρθρου 5 του ιδίου νόμου (539/1945) το οποίο αναφέρει:
Πάσα συμφωνία μεταξύ εργοδότου και μισθωτού, περιλαμβάνουσα την εγκατάλειψιν του εις άδειαν δικαιώματος του μισθωτού ή την παραίτησιν τούτου από του εν λόγω δικαιώματος, και εάν προβλέπη την καταβολήν εις αυτόν επηυξημένης αποζημιώσεως, θεωρείται ανύπαρκτος.
Επιφυλασσομένων των διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας, εργοδότης αρνούμενος την χορήγησιν εις μισθωτόν αυτού της νομίμου κατ`έτος αδείας του, υποχρεούται όπως άμα τη λήξη του έτους, καθ΄ ο δικαιούται αδείας ο μισθωτός, και μετά προηγουμένην διαπίστωσιν της παραλείψεως ταύτης υπό οργάνου του Υπουργείου Εργασίας, καταβάλη εις αυτόν τας αντιστοίχους αποδοχάς των ημερών αδείας, ηύξημένας κατά 100%.
Συμπεραίνουμε ότι , ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να χορήγει την άδεια στον μισθωτό, ακόμα και αν αυτός δεν δέχεται, έως 31 Δεκεμβρίου εκάστου έτους , εάν παρέλθει η προθεσμία η αξίωση μετατρέπεται σε χρηματική αφού δεν επιτρέπεται η μεταφορά σε επόμενο έτος. (ΑΠ 434/2011, Απόφ ΑΠ 455/2010, ΑΠ 1234/2003).
Η μεταφορά είναι ανίσχυρη έστω και αν έγινε με την συναίνεση του μισθωτού. (ΑΠ 1234/2003)
Ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στον μισθωτό τις αποδοχές αδείας, απλές όταν δεν υπήρξε άρνηση χορήγησης (όταν ο μισθωτός δεν δέχεται να λάβει άδεια ΑΠ 1224/1976), διπλές (100% αποζημίωση των αποδοχών αδείας ) όταν η άδεια ζητήθηκε αλλά ο εργοδότης αρνήθηκε την χορήγηση της. (ΑΠ 1568/1999, ΑΠ 376/2006)
Δεν οφείλεται αποζημίωση 100% των αποδοχών αδείας όταν δεν αποδεικνύεται ότι ο μισθωτός ζήτησε την άδεια του και ο εργοδότης τον ανάγκασε να εργαστεί κατά τον χρόνο αυτό. (ΑΠ 636/2000)
Προσοχή, σε περίπτωση προσαυξήσεως κατά 100% των αποδοχών αδείας που δεν χορήγησε ο εργοδότης στον μισθωτό εντός του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο οφειλόταν, το επίδομα αδείας δεν διπλασιάζεται διότι ο νόμος 539/1945 αναφέρεται μόνο για τις αποδοχές αδείας.
Η ΑΠ 40/2002 δέχεται ότι η δήλη ημέρα καταβολής των αποδοχών και του επιδόματος είναι το τέλος του οικείου ημερολογιακού έτους, άρα ως βάση για τον υπολογισμό τόσο των αποδοχών αδείας και του επιδόματος όσο και της προσαυξήσεως 100% σε περίπτωση μη χορηγήσεως της άδειας είναι οι αποδοχές της 31 Δεκεμβρίου του έτους που αντιστοιχεί η άδεια.
Σε ασφαλιστικές εισφορές υπόκεινται το σύνολο των αποδοχών, οι αποδοχές της κανονικής αδείας και οι αποδοχές του μήνα ( Γν.ΝΣΚ.93/14.1.59, Εγκ.ΙΚΑ 94/61), η δε προσαύξηση αυτών κατά 100% όχι ,διότι θεωρείται ότι έχει τον χαρακτήρα ποινής για τον εργοδότη. (ΑΠ 181/1961, ΑΠ 1890/1982 Α.Π 889/89, Εγκ.Υπ.Εργ. 1359/89,1061/1996)
Το επίδομα αδείας υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές γιατί θεωρείται ότι αποτελεί μέρος των τακτικών αποδοχών και όχι αποζημίωση. (ΑΠ 326/1966)
Κάθε συμφωνία μεταξύ εργοδότη και μισθωτού περί εγκαταλείψεως ή παραιτήσεως του δικαιώματος αδείας ακόμα και εάν προβλέπει σε αποζημίωση αυτής θεωρείται ανύπαρκτη. (άρθρ. 5 παράγρ. 1 του Ν.539/14945, ΑΠ 588/1993 )
Εφόσον εκ προθέσεως ο εργοδότης δεν χορήγησε την άδεια, σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 5 του Α.Ν 539/45: 7. Αι παραβάσεις των ορισμών του παρόντος νόμου εκδικάζονται, επί τη εγκλήσει των εποπτευόντων την εφαρμογήν του δημοσίων οργάνων ή παντός έχοντος συμφέρον, κατά τας διατάξεις του Ν. Διατάγματος της 25 Νοεμβρίου 1923 “περί αμέσου εκδικάσεως πλημμελημάτων τιμών επ΄ αυτοφώρω” και τιμωρούνται κατά το άρθρον 3 του Νόμου ΓπΛΔ΄ “περί υγιεινής και ασφαλείας των εργατών και περί ωρών εργασίας” ως ετροποποιήθη δια του άρθρου 13 του νόμου 2943 του 1922, του ποσού της εν αυτών οριζομένης χρηματικής ποινής δεκαπλασιαζομένης, έχει και ποινική ευθύνη.
Όπως ορίζει η ΥΑ 2063/Δ1 632/3.2.2011 επιβάλλεται και πρόστιμο σε περίπτωση μη χορηγήσεως της άδειας.
Τέλος σύμφωνα με το εδάφιο 17 του άρθρου 250 του Α.Κ ,« Πενταετής παραγραφή .Σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις: 17.των κάθε είδους μισθών, των καθυστερούμενων προσόδων, συντάξεων, διατροφής και κάθε άλλης παροχής που επαναλαμβάνεται περιοδικά, η αξίωση λήψεως των αποδοχών και του επιδόματος αδείας, καθώς και της προσαυξήσεως 100% (σε περίπτωση αρνήσεως χορηγήσεως της αδείας) υπόκειται σε πενταετή παραγραφή. (ΑΠ 1719/2010)
Πηγή: TAXHEAVEN