Φόρος υπεραξίας στα ακίνητα;
Ακόμη δεν έχει στεγνώσει το μελάνι των διατάξεων για τους νέους φόρους στα ακίνητα (και αρκετοί δεν έχουν ακόμη εισπραχθεί) και στο υπουργείο Οικονομικών εξετάζουν νέες αλλαγές στη φορολογία ακίνητης περιουσίας. Στο τραπέζι του ΥΠΟΙΚ έχει πέσει η πρόταση για επαναφορά του φόρου υπεραξίας στα ακίνητα, ο οποίος καταργήθηκε μόλις το 2010 με τον πρώτο φορολογικό νόμο της κυβέρνησης μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου 2009.
Μετά τη θέσπιση τσουχτερών τεκμηρίων, την επιβολή του φόρου μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ και άλλων φόρων, το οικονομικό επιτελείο εξετάζει και άλλες αλλαγές οι οποίες θα έχουν σαν αποτέλεσμα να αυξηθεί ακόμη περισσότερο το φορολογικό βάρος στην ακίνητη περιουσία.
Ειδικότερα, εισήγηση που εξετάζει το ΥΠΟΙΚ με την οποία, σύμφωνα με πληροφορίες, συμφωνεί και το τεχνικό κλιμάκιο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που είναι ειδικευμένο στα φορολογικά θέματα. Η κεντρική κατεύθυνση που δίνει το κλιμάκιο στο ΥΠΟΙΚ αναφορικά με τη φορολογία των ακινήτων είναι ότι θα πρέπει να ελαφρυνθεί η φορολογική επιβάρυνση για τον αγοραστή του ακινήτου μέσω της μείωσης του φόρου μεταβίβασης, ενώ θα πρέπει να φορολογηθεί κάθε είδους εισόδημα από το ακίνητο. Ένας είδος εισοδήματος που παραμένει σήμερα αφορολόγητο είναι η υπεραξία από τα ακίνητα.
Η πρόταση για την επαναφορά του φόρου υπεραξίας προβλέπει ότι οι φορολογούμενοι θα φορολογούνται για τη διαφορά μεταξύ της αξίας κτήσης του ακινήτου και της αξίας πώλησης του. Το σχέδιο αυτό, προκειμένου να αποφέρει φορολογικά έσοδα, εξετάζεται να συνοδευτεί και από αλλαγή του τρόπου αποτίμησης των ακινήτων με κατάργηση των αντικειμενικών τιμών. Οι τιμές των ακινήτων εξετάζεται να αντικατασταθούν από τις εμπορικές τιμές που συγκεντρώνει η Τράπεζα της Ελλάδος. Οι τιμές αυτές προέρχονται από τις εμπορικές τράπεζες και συγκεκριμένα από τις εκτιμήσεις που κάνουν στο πλαίσιο των χορηγήσεων στεγαστικών δανείων και δανείων με προσημείωση ακινήτων.
Σημειώνεται ότι ο φόρος υπεραξίας που καταργήθηκε το 2010 ως αναποτελεσματικός επιβαλλόταν στη διαφορά μεταξύ της αντικειμενικής τιμής κτήσης και της αντικειμενικής τιμής πώλησης του ακινήτου. Μάλιστα, ο συντελεστής φορολόγησης της διαφοράς μειωνόταν ανάλογα με τα έτη που είχε ο φορολογούμενος το ακίνητο στην κατοχή του πριν το πουλήσει.
Πηγή: CAPITAL.GR