Υπερημερία εργοδότη – Πότε ένας εργοδότης καθίσταται υπερήμερος – Αποδοχές υπηρημερίας – Συμψηφισμός μισθών υπερημερίας
Σύμφωνα με το άρθρο 648 του Α.Κ – «Έννοια. Με τη σύμβαση εργασίας ο εργαζόμενος έχει την υποχρέωση να παρέχει, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, την εργασία του στον εργοδότη και αυτός να καταβάλει το συμφωνημένο μισθό.
Σύμβαση εργασίας υπάρχει και όταν ο μισθός υπολογίζεται κατά μονάδα της παρεχόμενης εργασίας η κατ΄ αποκοπήν, αρκεί ο εργαζόμενος να προσλαμβάνεται ή να απασχολείται για ορισμένο χρόνο ή για αόριστο χρόνο.»
Σύμφωνα με το άρθρο 653 του Α.Κ– «Υποχρεώσεις του Εργοδότη. Ο εργοδότης έχει υποχρέωση να καταβάλει το συμφωνημένο ή το συνηθισμένο μισθό.», ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να παρέχει για ορισμένο ή αόριστο χρόνο την εργασία του στον εργοδότη και ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να καταβάλλει το συμφωνημένο ή συνηθισμένο μισθό.
Αν ο εργοδότης δεν αποδέχεται την εργασία του εργαζόμενου για λόγους που δεν οφείλονται σε ανωτέρα βία γίνεται υπερήμερος σύμφωνα με το άρθρο 349 του Α.Κ
«Πότε είναι υπερήμερος ο δανειστής. Ο δανειστής γίνεται υπερήμερος αν δεν αποδέχεται την παροχή που του προσφέρεται. Η προσφορά πρέπει να είναι πραγματική και η προσήκουσα.» και συνεπώς οφείλει να καταβάλλει στον εργαζόμενο τις αποδοχές που θα έπαιρνε σύμφωνα με τους όρους της ατομικής ή συλλογικής σύμβασης εργασίας χωρίς να είναι υποχρεωμένος να παρέχει την εργασία του σε άλλο χρόνο.
«Άρθρο 656 του Α.Κ Υπερημερία του εργοδότη. Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ή αν η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που τον αφορούν και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία, ο εργαζόμενος έχει το δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης όμως έχει το δικαίωμα να αφαιρέσει από το μισθό καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή αλλού.»
Σε περίπτωση που ο μισθός (ή το ημερομίσθιο) δεν καταβληθεί στον μισθωτό αμέσως μόλις καταστεί απαιτητό, σύμφωνα με τα οριζόμενα της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Α.Ν 690/45 που ισχύει όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 8 του Ν. 2336/95, « “1. Κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολουμένους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας είτε από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας είτε από αποφάσεις διαιτησίας είτε από το νόμο ή έθιμο είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3198/1955 συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας, τιμωρείται κατόπιν μηνύσεως των ενδιαφερομένων ή των οργάνων του Υπουργείου Εργασίας ή των οργάνων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης που είναι εντεταλμένα για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας ή της οικείας Αστυνομικής Αρχής ή της οικείας επαγγελματικής οργάνωσης των εργαζομένων, με φυλάκιση μέχρι έξι (6) μήνες και χρηματική ποινή, της οποίας το ποσό δεν μπορεί να ορίζεται κάτω του 25% ούτε πάνω του 50% του καθυστερούμενου χρηματικού ποσού, για την εξεύρεση του οποίου οι τυχόν σε είδος οφειλόμενες αποδοχές πρέπει να αποτιμώνται, με τη σχετική απόφαση, σε χρήμα. Η εκδίκαση των παραπάνω υποθέσεων γίνεται με τη διαδικασία του αυτοφώρου, όπως προβλέπεται από τα άρθρα 417 επ. του Κ.Π.Δ.», δύναται ο εργαζόμενος να μηνύσει τον εργοδότη και τα συνυπεύθυνα πρόσωπα, να εγείρει αγωγή με τη διαδικασία των άρθρων 663 επ. του Κωδ. Πολιτικής Δικονομίας και να ζητήσει καταδίκη του υπόχρεου εργοδότη στην καταβολή των καθυστερούμενων δεδουλευμένων αποδοχών και τόκων υπερημερίας όπως και την αποκατάσταση κάθε άλλης θετικής ζημιάς που υπέστη ο εργαζόμενος από την υπερημερία του εργοδότη (άρθρα 343,345 και 346 Α.Κ )( Αποφ. Αρείου Πάγου ΑΠ 2156/2006, Αποφ. Αρείου Πάγου ΑΠ 8/2004 )
«Άρθρο 343. – Συνέπειες. Ο υπερήμερος οφειλέτης εκτός από την παροχή οφείλει και αποζημίωση για τη ζημιά του δανειστή από την καθυστέρηση. Αν ο δανειστής εξαιτίας της υπερημερίας δεν έχει πια συμφέρον στην εκπλήρωση της παροχής, έχει δικαίωμα, μέσα σε εύλογη προθεσμία αφότου γίνει η προσφορά ή η πρόσκληση από τον οφειλέτη, να αποκρούσει την παροχή και να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση.»
«Άρθρο 345.- Υπερημερία σε περίπτωση χρηματικής οφειλής. Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή, ο δανειστής σε περίπτωση υπερημερίας έχει το δικαίωμα να απαιτήσει τον τόκο υπερημερίας που ορίζεται από το νόμο ή με δικαιοπραξία χωρίς να είναι υποχρεωμένος να αποδείξει ζημία. Ο δανειστής, αν αποδείξει και άλλη θετική ζημία, εφόσον στο νόμο δεν ορίζεται διαφορετικά, έχει δικαίωμα να απαιτήσει και αυτήν.»
Στο άρθρο 346 του Α.Κ, « Έναρξη τόκων με επίδοση αγωγής. Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής και αν δεν είναι υπερήμερος οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος.», αναφέρει ότι από την ημέρα που καθίσταται υπερήμερος ο εργοδότης οφείλονται τόκοι.
Από τις διατάξεις των άρθ. 648, 652, 349 ΑΚ, 7 παρ.1 ν.2112/1920, 5 παρ.3 ν.3198/1955 συνάγεται ότι ο εργοδότης περιέρχεται σε υπερημερία δανειστή, όταν αρνείται να δεχθεί, ανεξάρτητα από υπαιτιότητά του, την πραγματικώς και προσηκόντως προσφερόμενη παροχή (εργασία) του μισθωτού, η υπερημερία δε, που αποτελεί ανώμαλη εξέλιξη της ενοχής, προϋποθέτει κατά λογική αναγκαιότητα, ότι η σύμβαση εργασίας παραμένει ενεργός και δεν έχει λυθεί με οποιονδήποτε τρόπο.
Περαιτέρω, εάν δεν έγινε αντίθετη συμφωνία, ο εργοδότης δεν έχει υποχρέωση να απασχολεί το μισθωτό, η δε μη αποδοχή εκ μέρους του των προσφερόμενων υπηρεσιών δεν έχει άλλες συνέπειες από εκείνες που ορίζει το άρθρο 656 του ΑΚ (βλέπε ανωτέρω). Η απόκρουση όμως των προσφερόμενων υπηρεσιών, όταν γίνεται υπό περιστάσεις σι οποίες υπερβαίνουν προφανώς τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ, είναι παράνομη. Επίσης, είναι παράνομη η απόκρουση αυτή, όταν γίνεται υπό περιστάσεις που συνιστούν παράνομη προσβολή της προσωπικότητας (όρθρο 57 ΑΚ) ή εκ προθέσεως ζημιώνουν κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη τον εργαζόμενο (άρθρο 919 ΑΚ) ή υπαιτίως προσβάλλουν το δικαίωμα του στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του και της συμμετοχής του στην οικονομική ζωή (άρθρο 5 παρ. 1 Συντάγματος). Στις περιπτώσεις αυτές, γεννάται αξίωση του εργαζομένου για την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον. Εξάλλου, στοιχεία της αγωγής, που έχει ως αίτημα τη – σύμφωνα με το άρθρο 656 ΑΚ – καταβολή μισθών υπερημερίας, είναι η σύμβαση εργασίας, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός και η υπερημερία του εργοδότη περί την αποδοχή της εργασίας που του πρόσφερε ο εργαζόμενος, δηλαδή η άρνησή του να αποδεχθεί την εργασία του τελευταίου είτε αναιτιολόγητα, είτε κατόπιν άκυρης καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης. Η ακυρότητα της καταγγελίας μπορεί να οφείλεται είτε στο ότι έγινε χωρίς τις προϋποθέσεις του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955, δηλαδή χωρίς έγγραφο (ή) και χωρίς καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης, είτε στο ότι έγινε με καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση, ήτοι καθ` υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, οπότε η καταγγελία είναι άκυρη. (ΑΠ 864/2015)
Εν κατακλείδι,
Υπερημερία ονομάζεται η κατάσταση στην οποία περιέρχεται ο οφειλέτης ο οποίος δεν καταβάλλει (για οποιαδήποτε αιτία) οφειλή που έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη και απαιτητή.
Παύση υπερημερίας
Η υπερημερία του εργοδότη παύει, είτε με την καταβολή των οφειλομένων ή την εκπλήρωση του ουσιώδους όρου της σύμβασης, είτε ύστερα από συμφωνία με τον εργαζόμενο.
Αποδοχές υπηρημερίας
Υπερήμερος καθίσταται ο εργοδότης όταν δεν καταβάλλει επίσης στον εργαζόμενο τις αποδοχές του, κατά την ημερομηνία που έχει μεταξύ τους συμφωνηθεί, από την ημερομηνία αυτή και μετά, οι οφειλόμενες αποδοχές θα καταβληθούν προσαυξημένες με τον αναλογούντα νόμιμο τόκο υπερημερίας. Μισθοί υπερημερίας είναι και οι επιδικαζόμενοι με δικαστική απόφαση.
Συμψηφισμός μισθών υπερημερίας
Όπως προαναφέρθηκε κατά το άρθρο 656 ΑΚ, αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας, ο εργαζόμενος έχει το δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό χωρίς να είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία του σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης όμως έχει το δικαίωμα να εκπέσει από το μισθό καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας του ή από την παροχή της αλλού.
Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, εφόσον υπάρχει έγκυρη σύμβαση εργασίας, η οποία δεν έχει λυθεί νομίμως, και ο εργοδότης αρνείται να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού που αυτός πραγματικώς και προσηκόντως του προσφέρει, περιέρχεται σε υπερημερία και έχει την υποχρέωση να καταβάλει στον μισθωτό τις αποδοχές που εκείνος θα ελάμβανε σύμφωνα με την εργασιακή σύμβαση και το νόμο (ΣΣΕ ή ΔΑ), εάν δεν μεσολαβούσε η άρνηση του εργοδότη, να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του. Από τις αποδοχές όμως αυτές ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να αφαιρέσει την ωφέλεια που απεκόμισε ο μισθωτός από τη ματαίωση της εργασίας του, δηλαδή από την χρησιμοποίηση του χρόνου του που έμεινε ελεύθερος λόγω της υπερημερίας του εργοδότη και ο μισθωτός από την αξιοποίηση αυτής, είτε αυτοαπασχολούμενος είτε απασχολούμενος σε άλλο εργοδότη, αποκόμισε ωφέλεια. Αντίθετα δεν αφαιρείται η ωφέλεια που προϋπήρχε της υπερημερίας του εργοδότη προερχόμενη από την αξιοποίηση εκ μέρους του μισθωτού του εκτός του ωραρίου εργασίας χρόνου του. Δηλαδή πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της υπερημερίας του εργοδότη και της ωφέλειας του μισθωτού. Ως ωφέλεια του μισθωτού νοείται και εκείνη που αποκτήθηκε από τη δραστηριότητα αυτού ως ελεύθερου επαγγελματία, εφόσον όμως η ωφέλεια αυτή συνδέεται αιτιωδώς με το γεγονός ότι αυτός δεν απασχολήθηκε στην υπηρεσία του εργοδότη του και διέθεσε τον χρόνο που αποδεσμεύτηκε στην άλλη επαγγελματική του δραστηριότητα. Εξάλλου, για να είναι ορισμένος ο παραπάνω ισχυρισμός, που αποτελεί ένσταση του εργοδότη κατά της αγωγής του μισθωτού που ζητεί την επιδίκαση μισθών υπερημερίας, πρέπει να προσδιορίζονται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προέκυψε η ωφέλεια, δηλαδή το είδος της παρασχεθείσας εργασίας, το όνομα του εργοδότη που απασχολήθηκε, οι αμοιβές που καταβλήθηκαν (ΑΠ 221/2011). Δεν αφαιρείται από το μισθό το επίδομα ανεργίας, γιατί η παροχή αυτή είναι άσχετη με τη χρησιμοποίηση του ελεύθερου χρόνου του μισθωτή που προέκυψε από την υπερημερία του εργοδότη και δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με αυτή (ΕφΑΘ 274/1998 ΔΕΝ 1999. 548).
Κρατήσεις
Οι μισθοί λόγω υπερημερίας υπόκεινται τόσο σε ασφαλιστικές κρατήσεις όσο και σε παρακράτηση φόρου. Από το ποσόν των μισθών υπερημερίας αφαιρείται το ποσοστό των ασφαλιστικών εισφορών και στο εναπομείναν διενεργείται παρακράτηση φόρου όχι όμως και παρακράτηση έναντι της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης.
Ωστόσο, το ΙΚΑ δικαιούται επίσης να επιβάλλει στον εργοδότη τις προβλεπόμενες διοικητικές κυρώσεις για την εκπρόθεσμη καταβολή των εισφορών αυτών, οι οποίες θα έπρεπε να καταβληθούν σε προγενέστερο χρονικό διάστημα, το οποίο καθορίζεται αντίστοιχα σε συνάρτηση με τη δήλη ημέρα που υπήρχε υποχρέωση καταβολής των αντίστοιχων μισθών.
Παρακράτηση φόρου
Στο άρθρο 60 παράγραφος 5 του Ν. 4172/2013 αναφέρεται ότι: Στα εισοδήματα από μισθωτή εργασία και συντάξεις που καταβάλλονται αναδρομικά, σύμφωνα με το άρθρο 12, καθώς και στις πρόσθετες αμοιβές που δεν συμπεριλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, διενεργείται παρακράτηση με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) στο καταβαλλόμενο ποσό ανεξάρτητα από το έτος στο οποίο ανάγονται για να φορολογηθούν τα εισοδήματα αυτά.
Στην ΠΟΛ.1104/9.4.2014 στο άρθρο 1 παράγραφος γ’ και δ’ αναφέρονται τα εξής:
γ) τα εισοδήματα που καταβάλλονται αναδρομικά με βάση νόμο ή δικαστική απόφαση ή συλλογική σύμβαση, ή καθυστερημένα με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) στο καταβαλλόμενο φορολογητέο εισόδημα. Στα εισοδήματα αυτής της περίπτωσης δεν διενεργείται παρακράτηση έναντι της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης.
δ) Στις ανείσπρακτες δεδουλευμένες αποδοχές που εισπράττει καθυστερημένα ο δικαιούχος εισοδήματος από μισθωτή εργασία σε φορολογικό έτος μεταγενέστερο, με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) στο καταβαλλόμενο φορολογητέο εισόδημα. Στα εισοδήματα αυτής της περίπτωσης δεν διενεργείται παρακράτηση έναντι της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης.
Η προθεσμία υποβολής και απόδοσης του φόρου γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 4 της ΠΟΛ.1049/11.2.2014 το οποίο αναφέρει τα εξής:
Όσοι παρακρατούν φόρο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 60 και της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 64 του ν. 4172/2013 υποχρεούνται να υποβάλουν προσωρινή δήλωση το αργότερο μέχρι το τέλος του δεύτερου μήνα από την ημερομηνία καταβολής του υποκείμενου σε παρακράτηση εισοδήματος ή της υποκείμενης σε παρακράτηση πληρωμής του ασφαλίσματος, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 64 του ν.4172/2013.
Οι τόκοι των αποδοχών υπερημερίας δεν υπόκεινται σε ασφαλιστικές εισφορές διότι δεν θεωρούνται αποδοχές, υπόκεινται δε σε παρακράτηση φόρου σύμφωνα με το άρθρο 64 παράγραφο 1 περίπτωση β’ του Ν.4172/2013.
Παράγραφος 1 άρθρο 37 του Ν.4172/2013: Ο όρος «τόκοι» σημαίνει το εισόδημα που προκύπτει από απαιτήσεις κάθε είδους ,……….
Η ΠΟΛ.1011/2.1.2014 καθορίζει τον τρόπο υποβολής, καθώς και τον τύπο και περιεχόμενο της δήλωσης απόδοσης του παρακρατούμενου φόρου στα εισοδήματα από μερίσματα, τόκους και δικαιώματα με βάση τις διατάξεις του άρθρου 64 του ν. 4172/2013
Η δήλωση απόδοσης του φόρου που παρακρατείται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 64 του ν. 4172/2013 υποβάλλεται το αργότερο τρείς (3) ημέρες πριν το τέλος του δεύτερου μήνα από την ημερομηνία καταβολής της υποκείμενης σε παρακράτηση πληρωμής, σύμφωνα με την ΠΟΛ.1012/3.1.2014
Ο φόρος που παρακρατείται αποδίδεται το αργότερο μέχρι το τέλος του δεύτερου μήνα από την ημερομηνία καταβολής του υποκείμενου σε παρακράτηση εισοδήματος άρθρο 64 παράγραφο 7 του Ν.4172/2013.
Σε περίπτωση που η εκπνοή προθεσμίας για την άσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση υποχρέωσης, όπως ορίζεται από τη φορολογική νομοθεσία, συμπίπτει με επίσημη αργία, Σάββατο ή Κυριακή, η προθεσμία παρατείνεται μέχρι την αμέσως επόμενη ημέρα, κατά την οποία η Φορολογική Διοίκηση λειτουργεί για το κοινό. (παρ.1 άρθρο 7 του Ν.4174/2013).
Πηγή: TAXHEAVEN