Αρθρα
Τεκμηρίωση για την Καταγγελία Σύμβασης χωρίς Αποζημίωση Υπαλλήλων & Εργατοτεχνιτών
ΑΡΘΡΟ της ΠΙΜ Μ.Ε.Π.Ε.
Τεκμηρίωση για την Καταγγελία Σύμβασης χωρίς Αποζημίωση Υπαλλήλων & Εργατοτεχνιτών
Τεκμηρίωση για την καταγγελία αορίστου χρόνου σύμβασης εργασίας χωρίς αποζημίωση μετά το άρθρο 17 του Ν. 3899/2010 για υπαλλήλους και εργατοτεχνίτες υπό Χρήστου Καρατζά (Νομικός Σύμβουλος Εργασιακών Σχέσεων ΠΙΜ ΕΡΓΑΣΙΑΚΗΣ)
Η καταγγελία των αορίστου χρόνου συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας (απλών ή άκυρων συμβάσεων), με βάση το ισχύον από το έτος 1920 μέχρι σήμερα νομοθετικό καθεστώς (Ν. 2112/1920 και Β.Δ/γμα της 16-18/7/1920) όσον αφορά τον εργοδότη, γίνεται με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι αυτός της τακτικής καταγγελίας, που γίνεται με προηγούμενη έγγραφη προειδοποίηση του εργαζομένου, ότι σε ορισμένους μήνες, αναλόγως των ετών εργασίας του στο τελευταίο εργοδότη, θα απολυθεί και θα λάβει την νόμιμη αποζημίωση που ορίζεται στο μισό της έκτακτης χωρίς δηλαδή προειδοποίηση καταγγελίας. Ο δεύτερος είναι αυτός της έκτακτης λεγόμενης καταγγελίας, αυτός δηλαδή που γίνεται άμεσα με την απομάκρυνση του εργαζομένου από την εργασία του και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, χωρίς προειδοποίηση. Να σημειωθεί ότι με βάση τη νομοθεσία αυτή, ο πρώτος τρόπος εφαρμόζεται μόνο για τους μισθωτούς που έχουν την υπαλληλική ιδιότητα, αυτούς δηλαδή που προσφέρουν κυρίως πνευματική εργασία, ανεξαρτήτως του τρόπου καταβολής των αποδοχών τους, με μηνιαίο δηλαδή μισθό ή με ημερομίσθιο, ενώ για τους εργτ/τες ισχύει μόνο ο δεύτερος αποκλειστικά τρόπος, προφανώς λόγω του χαμηλού κόστους για την επιχείρηση.
Για τους μισθωτούς και των δύο αυτών κατηγοριών (υπαλλήλους και εργατ/τες), τόσο ο Ν. 2112/1920 με το άρθρο 1 για τους πρώτους, όσο και το Β.Δ/γμα της 16-18/7/1920 με την παρ. 3 του άρθρου 2 για τους δεύτερους, ορίζουν ρητά ο μεν πρώτος ότι «απόλυση ιδιωτικού υπαλλήλου όστις προσελήφθη επί χρόνω μη ορισμένω εφ΄όσον ούτος διήρκεσε υπέρ τους δύο μήνας δεν δύναται να λάβει χώρα άνευ προηγουμένης εγγράφου καταγγελίας…», το δε δεύτερο Β.Δ. ότι «η υποχρέωση καταγγελίας γενικώς άρχεται μετά παρέλευση διμήνου από της ενάρξεως της εργασίας συνυπολογιζομένου του τυχόν συμφωνηθέντος χρόνου δοκιμασίας».
Με το άρθρο 74 του πρόσφατου Ν. 3863/2010, τροποποιήθηκε ο χρόνος της προειδοποίησης για την καταγγελία των αορίστου χρόνου συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, που απαιτούσε για τους υπαλλήλους ο Ν.2112/1920, που ήταν ίσος με αυτόν των μηνών αποζημίωσης που δικαιούται ο απολυόμενος, προκειμένου μόνο για τους έχοντες την υπαλληλική ιδιότητα μισθωτούς, εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, σύστημα προειδοποίησης για όσους μισθωτούς έχουν ιδιότητα εργατοτεχνίτη δεν ισχύει από το έτος 1955, με βάση το άρθρο 1 του Ν. 3198/1955 (ΦΕΚ 98 τ. Α΄1955).
Συγκεκριμένα με την παρ. 2 του άρθρου 74 του Ν.3863/2010 ορίζεται ότι «Σύμβαση μισθωτού με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, διάρκειας πέραν των δύο (2) μηνών, δύναται να καταγγελθεί κατόπιν προηγουμένης έγγραφης προειδοποίησης του εργοδότη ως εξής: α. Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσεις …………β. Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει …κλπ.
Από τα παραπάνω σαφώς και χωρίς αμφισβήτηση διατυπωμένα δεν μένει καμία αμφιβολία ότι το άρθρο 74 του Ν.3863/2010 και οι διατάξεις του, αφορούν μόνο όσους μισθωτούς έχουν την υπαλληλική ιδιότητα και η αποζημίωσή τους, σε περίπτωση απόλυσής τους, βαρύνει σημαντικά, σε σχέση με αυτή των απολυομένων εργατ/τών, την επιχείρηση.
Περιελήφθησαν δε οι διατάξεις αυτές στο νέο αυτό νόμο, επειδή μαζί με τους λοιπούς νόμους της περιόδου αυτής που διατρέχουμε και της εν γένει οικονομικής κατάστασης της χώρας, επιδιώκεται η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, που μπορεί να συντελεσθεί, κατά την άποψη του νομοθέτη, με την ελάφρυνση των επιχειρήσεων από πρόσθετα βάρη και με τον περιορισμό των εργατικών δικαιωμάτων.
Προς το σκοπό δε της ολοκλήρωσης της πολιτικής αυτής και της περαιτέρω ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και την αποδυνάμωση των εργατικών δικαιωμάτων, με την παρ. 5α του άρθρου 17 του τελευταίου για τα θέματα αυτά Ν. 3899/2010 της 17-12-2010, (ΦΕΚ 212 τ. Α΄) προστέθηκε νέο εδάφιο Α, στην παρ. 2 του παραπάνω άρθρου 74 του Ν. 3863/2010, το οποίο όπως αναπτύξαμε και αποδείξαμε, αφορά μόνο τους μισθωτούς που έχουν υπαλληλική ιδιότητα, που έχει ως εξής: «Η απασχόληση με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου λογίζεται ως απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου, για τους πρώτους δώδεκα (12) μήνες από την ημέρα ισχύος της και η οποία μπορεί να καταγγελθεί χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση απόλυσης, εκτός αν άλλο συμφωνήσουν τα μέρη». Με αιτία δε την προσθήκη αυτή στο άρθρο 74 του Ν. 3863/2010, με το β΄ εδάφιο της ίδιας παραγράφου τροποποιήθηκε και το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του ίδιου άρθρου και νόμου και ορίσθηκε ότι: «Σύμβαση μισθωτού με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου διάρκειας πέραν των δώδεκα (12) μηνών δύναται να καταγγελθεί κατόπιν προηγουμένης έγγραφης προειδοποίησης του εργοδότη ως εξής:…».
Να σημειωθεί δε εδώ ότι, σε καμία από τις δύο αυτές διατάξεις (Ν.3863/2010 και 3899/2010), γίνεται αναφορά στους δύο βασικούς για την καταγγελία των αορίστου χρόνου συμβάσεων εργασίας νόμους 2112/1920 και 3198/1955, που ρυθμίζουν σωστά και χωρίς αμφισβήτηση πότε και για πόσο χρόνο εργασίας των μισθωτών ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση προειδοποίησης και καταβολής αποζημίωσης. Για το λόγο αυτό η νέα διάταξη, όπως και όπου τέθηκε στο νέο νομοθετικό πεδίο δημιουργεί προβληματισμό για το τι ακριβώς θέλησε ο νέος νομοθέτης εν προκειμένω θέτοντας, για πρώτη φορά είναι αλήθεια, νομοθετικό προσδιορισμό των συμβάσεων εργασίας με δοκιμή. Όπως είναι άλλωστε γνωστό οι συμβάσεις αυτές μέχρι σήμερα καταρτίζονταν και λειτουργούσαν νόμιμα, κατά τη θεωρία και τη νομολογία, με βάση το άρθρο 361 του Α.Κ., για την ελευθερία των συμβάσεων και κρίνονταν δικαστικά για καταχρηστικότητα, μόνο ως προς το χρονικό διάστημα της δοκιμαστικής περιόδου, σε περίπτωση ορισμού χρονικού διαστήματος δοκιμής ασύμβατου ή σημαντικά μεγαλύτερου αυτού που απαιτούσε πράγματι το επάγγελμα του μισθωτού.
Εφόσον επομένως ο σύγχρονος νομοθέτης, με το νομοθετικό πλαίσιο των τελευταίων μηνών θέλησε να διευκολύνει την επιχειρηματικότητα των Ελλήνων εργοδοτών και να απαλλάξει τους επιχειρηματίες από πρόσθετα βάρη που τους βαρύνουν τα υψηλότερα αμειβόμενα υπαλληλικά τους στελέχη, σε σχέση με τους προσωρινά απασχολουμένους συνήθως εργατ/τες, όπως αυτό της σημαντικά μεγαλύτερης σε μηνιαίους μισθούς υπολογιζόμενης αποζημίωσης των υπαλλήλων που απολύονται έναντι αυτής των εργατ/τών, που απολύονται με την καταβολή μικρού αριθμού ημερομισθίων, η διάταξη δεν μπορεί παρά, ενόψει των παραπάνω σκέψεων, προθέσεων και πολιτικών, αλλά και της θέσης της στο μέρος που αφορά ρυθμίσεις εργασίας και απόλυσης μόνο μισθωτών με υπαλληλική ιδιότητα, να αφορά μόνο την κατηγορία αυτή των μισθωτών και όχι τους απολυόμενους εργατ/τες, τους οποίους σαφώς και δεν αφορούν ούτε οι διατάξεις του άρθρου 74 του Ν. 3863/2010, στο πεδίο αναφοράς του οποίου προστέθηκε αυτή, ούτε πολύ περισσότερο του άρθρου 17 του Ν. 3899/2010, με τον οποίο οριοθετήθηκε απλά το είδος αυτό της σύμβασης εργασίας δοκιμής, καταχρηστικά κατά τη γνώμη του γράφοντος, συλλήβδην για όλους τους με εξάρτηση απασχολουμένους μισθωτούς, τους χειρώνακτες εργάτες και τους με υψηλή εξειδίκευση υπαλλήλους, στο σημαντικά μεγάλο χρονικό διάστημα των δώδεκα μηνών.
Η πρόωρη διατύπωση αυθεντικής δήθεν γνώμης άλλων συγγραφέων σε νομικά περιοδικά περί του αντιθέτου, εκτός του ότι είναι επικίνδυνη και μπορεί να οδηγήσει σε λάθος δρόμους μικρές επιχειρήσεις, που δεν υποστηρίζονται νομικά, παραβλέπει και το σκοπό των νόμων 3863 και 3899 του 2010, όπως αναπτύξαμε παραπάνω, που είναι η διευκόλυνση των επιχειρήσεων ακόμη και με μέτρα σε βάρος των εργαζομένων, όχι όμως και η τελεία αποδυνάμωση των εργατικών εν προκειμένω δικαιωμάτων των χειρώνακτων μισθωτών τους οποίους προφανώς δεν αφορούν τα νέα μέτρα.
Πηγή: TAXHEAVEN