Άρθρα
Ποιές οι συνέπειες για τις Συλλογικές Συμβάσεις μετά την ψήφιση του άρθρου 37 του νέου νόμου 4024/11 για την εργασιακή εφεδρεία κ.λπ.
Σε εκτέλεση του άρθρου 22 του Συντάγματος του έτους 1975, το έτος 1990 ψηφίσθηκε ο νόμος 1876 με σκοπό την απελευθέρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας από τον κρατικό παρεμβατισμό που είχε θεσμοθετήσει ο μέχρι τότε ισχύων νόμος 3239/1955, ο οποίος είχε ψηφισθεί κάτω από εντελώς διαφορετικές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες και σκοπιμότητες της μεταπολεμικής εποχής.
Συγκεκριμένα το άρθρο 22 παρ.2 του Συντάγματος ορίζει ότι οι γενικοί όροι εργασίας καθορίζονται μεν με νόμο που ψηφίζεται από το νομοθετικό Σώμα (Βουλή), συμπληρώνονται όμως από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας που συνάπτονται με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και αν αυτές αποτύχουν με τους κανόνες που θέτει η διαιτησία. Το δε άρθρο 4 του Ν. 1876/1990, ορίζει ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών καθώς και οι μεμονωμένοι εργοδότες, προκειμένου για τις επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις, έχουν δικαίωμα και υποχρέωση να διαπραγματεύονται για την κατάρτιση συλλογικής σύμβασης εργασίας. Ο ορισμός των εκπροσώπων των συνδικαλιστικών οργανώσεων για την διαπραγμάτευση γίνεται με απόφαση του Διοικητικού τους Συμβουλίου, εκτός αν το καταστατικό τους ορίζει διαφορετικά.
Αποτέλεσμα των βασικών αυτών για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας διατάξεων είναι, όπως γίνεται παγίως δεκτό από τη θεωρία και τη νομολογία, ότι το Κράτος αφενός δεν μπορεί και δεν πρέπει να επεμβαίνει με κάθε τρόπο στις συλλογικές διαπραγματεύσεις των κοινωνικών εταίρων και αφετέρου να ρυθμίζει ζητήματα εργασίας που από το Σύνταγμα και το νόμο έχουν ανατεθεί στις οργανώσεις εργοδοτών και εργαζομένων και μάλιστα με τρόπο δυσμενέστερο από αυτόν που τα μέρη της συλλογικής διαπραγμάτευσης έχουν συμφωνήσει (Άρθρα 2, 7 και 8 Ν. 1876/1990 βλ. και Σ.τ.Ε. 2999/1993, 4555/1996), εκτός φυσικά από ζητήματα που αφορούν τη γενική δημόσια τάξη που εκφεύγουν από το πεδίο της συλλογικής αυτονομίας (Σχετ. η Ν.Σ.Κ. 84/2001).
Με τη ψήφιση του άρθρου 37 του νόμου 4024/2011, που ισχύει από την ημερομηνία δημοσίευσής του στο ΦΕΚ 226 τ. Α΄ της 27-10-2011, επιδιώκεται να διευκολυνθούν οι διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συλλογικής σύμβασης εργασίας στο πεδίο της επιχείρησης, επειδή τόσο με την ισχύουσα μέχρι της 17-12-2010 διάταξη του άρθρου 3 του Ν. 1876/1990, όσο και με την ισχύσασα μέχρι την 31-10-2011, ημέρα δημοσίευσης του νέου νόμου 4024/2011, διάταξη της παρ. 5Α του άρθρου 13 του Ν. 3899/2010, που ίσχυσε από 17-12-2010, δεν είχαν υπογραφεί επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις προσαρμοσμένες στο πνεύμα και στο σκοπό του Ν. 3845/2010 του γνωστού μας Μνημονίου.
Συγκεκριμένα με την παρ. 1 του άρθρου 37 του νέου αυτού νόμου ορίζεται, σε αντίθεση με τον βασικό για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας Ν. 1876/1990, ο οποίος να σημειωθεί είχε ψηφισθεί ομόφωνα από όλες τις πτέρυγες της τότε Βουλής των Ελλήνων, αλλά και του πρόσφατου Ν. 3899/2010, που ήδη καταργείται άδοξα, πριν δηλαδή λειτουργήσει και κριθεί νομολογιακά, ότι οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις του άρθρου 3 του Ν. 1876/1990, μπορούν να υπογράφονται, αν δεν υπάρχει συνδικαλιστική οργάνωση στην επιχείρηση, από «Ένωση Προσώπων», χωρίς όμως να προσδιορίζεται το είδος και η μορφή των Ενώσεων αυτών. Ο προσδιορισμός αυτός καθίσταται αναγκαίος επειδή στο Ν. 1264/1982, που ρυθμίζει μεταξύ των άλλων την ίδρυση και λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων (ΦΕΚ 79 τ. Α΄ 1982) και συγκεκριμένα στο άρθρο 1 παρ. 3 αυτού ορίζεται ότι: 1) Πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι: α) τα σωματεία, β) τα τοπικά παραρτήματα των συνδικαλιστικών οργανώσεων ευρύτερης περιφέρειας και γ) οι Ενώσεις Προσώπων, μία για κάθε εκμετάλλευση ή επιχείρηση που συνιστούν δέκα (10) τουλάχιστον εργαζόμενοι με ιδρυτική πράξη, που καταθέτουν στον γραμματέα του αρμόδιου Ειρηνοδικείου και κοινοποιούν στον εργοδότη, μόνο όμως σε επιχειρήσεις εκμεταλλεύσεις που απασχολούν λιγότερους από σαράντα (40) μισθωτούς και δεν λειτουργεί σ' αυτές σωματείο που έχει ως μέλη του τους μισούς τουλάχιστον από τους εργαζομένους σ' αυτές. και 2) η διάρκεια των Ενώσεων Προσώπων δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξη (6) μήνες. Αντίθετα στο άρθρο 37 του νέου αυτού νόμου ορίζεται ότι η Ένωση Προσώπων του νόμου αυτού συστήνεται τουλάχιστον από τα τρία πέμπτα (3/5) των εργαζομένων στην επιχείρηση (ή στην εκμετάλλευση που κακώς δεν διευκρινίζεται στο νόμο), ανεξαρτήτως του συνολικού αριθμού εργαζομένων σ' αυτές και χωρίς η διάρκειά της να υπόκειται σε χρονικό περιορισμό.
Επίσης στη διάταξη αυτή ορίζεται ότι, αν μετά τη σύσταση της Ένωσης Προσώπων πάψει να συντρέχει η προϋπόθεση της συμμετοχής σ' αυτή των τριών πέμπτων (3/5) των εργαζομένων στην επιχείρηση (ή εκμετάλλευση), η οποία απαιτείται για τη σύστασή της, διαλύεται χωρίς άλλη διατύπωση. Και πάλι όμως δεν διευκρινίζεται στο νόμο ποια θα είναι η τύχη της συλλογικής σύμβασης εργασίας, που τυχόν η Ένωση αυτή που διαλύθηκε είχε υπογράψει με τον εργοδότη επιχειρησιακή Σ.Σ.Ε. και με αυτή είχαν μειωθεί ή αυξηθεί οι αποδοχές των εργαζομένων ή γενικά είχαν διαφοροποιηθεί οι όροι της προηγούμενης κλαδικής ή των προηγούμενων ομοιοεπαγγελματικών Σ.Σ.Ε., που εφαρμόζονταν στην επιχείρηση πριν την υπογραφή της επιχειρησιακής αυτής Σ.Σ.Ε. Να σημειωθεί δε ότι κατά τα παγίως γινόμενα δεκτά από τα δικαστήρια στην περίπτωση διάλυσης της συνδικαλιστικής οργάνωσης που υπέγραψε μία Σ.Σ.Ε., αυτή εξακολουθεί να ισχύει και να επιδρά στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτή μέχρι την αντικατάστασή της από μια νεότερη ρύθμιση (Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α.), της ίδιας ή άλλης μορφής (βλ. Α.Π. 425/1996). Το ίδιο πρέπει να δεχτούμε ότι θα συμβεί και στην περίπτωση υπογραφής επιχειρησιακής Σ.Σ.Ε. από Ένωση Προσώπων που διαλύθηκε.
Για το ότι ο νέος αυτός νόμος αναφέρεται εν προκειμένω για τις Ενώσεις Προσώπων του Ν. 1264/1982 και όχι για αυτές του Α.Κ., για τις οποίες ισχύουν διαφορετικές διατάξεις, προκύπτει ευθέως και αμέσως από το επόμενο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 37 κατά το οποίο « Για τα λοιπά θέματα που αφορούν την Ένωση Προσώπων, εξακολουθεί να εφαρμόζεται η περίπτωση γγ΄ του εδαφίου α΄ της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 1264/1982 που σημαίνει ότι: α) Η Ένωση Προσώπων του νόμου αυτού παύει αυτοδίκαια να λειτουργεί αν πάψει να συντρέχει μία από τις παραπάνω προϋποθέσεις (μειωθεί ο αριθμός των μελών της κάτω των 3/5 του συνόλου των εργαζομένων στην επιχείρηση ή συσταθεί επιχειρησιακό σωματείο του Ν. 1264/1982 με μέλη του πάνω από τους μισούς εργαζομένους της επιχείρησης).
Επίσης στο Ν. 1264/1982 ορίζεται ότι, αν δεν ορίζεται διαφορετικά στην ιδρυτική πράξη της Ένωσης Προσώπων για την εκλογή των εκπροσώπων της επιμελείται τριμελής εφορευτική επιτροπή. Τούτο έχει τη συνέπεια ότι παρά τον ορισμό στο νέο νόμο ότι Ένωση Προσώπων μπορεί να συσταθεί σε επιχείρηση ανεξαρτήτως αριθμού εργαζομένων, δεν θα είναι δυνατή σύστασή της αφού δεν μπορεί να υπάρξει εφορευτική επιτροπή αν απασχολούνται σ' αυτή μέχρι τρεις μισθωτοί, εκτός αν στην ιδρυτική πράξη κάθε συγκεκριμένης Ένωσης Προσώπων ορίζεται μεγαλύτερος αριθμός μελών της εφορευτικής επιτροπής και επομένως ο ελάχιστος αριθμός προσωπικού της επιχείρησης δεν μπορεί να είναι μικρότερος από αυτόν που ορίζει η ιδρυτική πράξη της Ένωσης ή τα πέντε π.χ. άτομα.
Επίσης οι Ενώσεις Προσώπων για να λειτουργήσουν νόμιμα σύμφωνα με το εδάφιο γγ) της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 1264/1982, οφείλουν: α) να τηρούν τα βιβλία που προβλέπονται για τις λοιπές συνδικαλιστικές οργανώσεις του Ν. 1264/1982, (Μητρώο, Πρακτικών συνεδριάσεων γενικής συνέλευσης και Δ.Σ., Ταμείου και Περιουσίας), τα οποία να φροντίζουν να θεωρούνται από τον γραμματέα του Πρωτοδικείου της έδρας τους, β) να εγγράφουν μέλη τους μόνο εργαζομένους που συμπλήρωσαν δίμηνη εργασία στην επιχείρηση, γ) για τη συνέλευση των μελών, την απαρτία και τη λήψη των αποφάσεων της Ένωσης, τόσο στη Γ.Σ. όσο και στο Δ.Σ. αυτής, εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 8 του Ν. 1264/1982, όλες οι διατάξεις του Α.Κ. που αφορούν την οργάνωση και λειτουργία των σωματείων.
Από όλα τα παραπάνω προκύπτει κατά τη γνώμη μου, ότι και πάλι η προσπάθεια διευκόλυνσης της υπογραφής επιχειρησιακών Σ.Σ.Ε. για την αντιπαράθεσή τους με τους ευνοϊκότερους όρους των αντίστοιχων κλαδικών Σ.Σ.Ε., οι οποίες να σημειωθεί ότι δεν θα εφαρμόζονται μετά την υπογραφή επιχειρησιακής Σ.Σ.Ε., αφού ο νέος νομός με την παρ. 5 του άρθρου 37 ορίζει ρητά ότι η επιχειρησιακή Σ.Σ.Ε. σε περίπτωση συρροής της με κλαδική Σ.Σ.Ε./Δ.Α. υπερισχύει αυτής και τούτο σε αντίθεση με όσα όριζε το άρθρο 10 του Ν. 1876/1990 με βάση την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, που παύει να ισχύει από την έναρξη της ισχύος του νέου αυτού νόμου.
Με την παρ. δε 2 του άρθρου αυτού, καταργείται η παρ.5Α του άρθρου 3 του Ν. 1876/1990, που προστέθηκε με το άρθρο 13 του μόλις προ 9μήνου τεθέντος σε ισχύ νόμου 3899/2010, χωρίς το νέο είδος επιχειρησιακών Σ.Σ.Ε. να κριθεί νομολογιακά και να αξιολογηθεί, για την ανάγκη που επέβαλε τότε την καθιέρωσή του.
Επίσης με την διάταξη 1β της παρ. 3 του άρθρου αυτού (37), σε αντίθεση με ότι όριζε ο Ν. 1876/1990, καθιερώνεται η ικανότητα προς υπογραφή επιχειρησιακής Σ.Σ.Ε., κάθε εργοδότη, ανεξαρτήτως του αριθμού των απασχολουμένων μισθωτών στην επιχείρηση ή την εκμετάλλευση.
Άλλωστε για την διαπίστωση των 3/5 των εργαζομένων σε κάθε επιχείρηση ή εκμετάλλευση, προκύπτει αμφισβήτηση για τον ακριβή αριθμό των εργαζομένων στις οριακές περιπτώσεις που από το μαθηματικό υπολογισμό των 3/5, προκύπτει κλάσμα αριθμού εργαζομένων όπως π.χ. στην περίπτωση ατελούς διαίρεσης στις περιπτώσεις 57 : 5 Χ 3 = 34,2 ή 38 : 5 Χ 3 = 22,8 δηλαδή κάτω ή πάνω του μισού.
Με την επόμενη παρ. 5 του κρινόμενου άρθρου 37 του νέου νόμου, καθιερώνεται, σε αντίθεση με αυτά που όριζαν τα άρθρα 7 και 10 του Ν. 1876/1990, για τη θεμελίωση της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης που ίσχυε μέχρι τις αρχές του προηγούμενου έτους 2010 στο εργατικό μας δίκαιο, η υπεροχή των επιχειρησιακών ρυθμίσεων, έστω και δυσμενέστερων για τους εργαζόμενους, έναντι των όρων των κλαδικών ρυθμίσεων, όχι όμως και έναντι των όρων της Εθνικής γενικής Σ.Σ.Ε. Στη διάταξη αυτή λαμβάνεται πρόνοια ώστε να καταργηθεί αυτή η προτεραιότητα αυτόματα με τη λήξη του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής, της γνωστής μας δηλαδή πολιτικής του Μνημονίου που ψηφίσθηκε με το Ν. 3845/2010 και αναπροσαρμόζεται κάθε φορά με νέα μέτρα.
Επίσης με το κρινόμενο άρθρο (37) λαμβάνεται πρόνοια ώστε, έστω και προσωρινά όπως και στην προηγούμενη περίπτωση της συρροής συλλογικών ρυθμίσεων, να παύση να ισχύει η δυνατότητα της επέκτασης των αποτελεσμάτων των Σ.Σ.Ε./Δ.Α. με την κήρυξή τους, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας ως γενικώς υποχρεωτικών. Η διάταξη όμως αυτή, όπως υποστηρίχθηκε και από μία πλευρά της συμπολίτευσης στη Βουλή κατά ψήφιση του νόμου, έρχεται σε αντίθεση με τον σκοπό και την ουσία του συστήματος επίλυσης των συλλογικών διαφορών εργασίας, που έχει καθιερώσει ο Ν. 1876/1990, αφού δημιουργεί καταστάσεις αθέμιτου ανταγωνισμού και σκοπός της είναι η καθιέρωση ίσων και ομοιόμορφων όρων εργασίας σε ολόκληρο επαγγελματικό τομέα στην περιοχή ισχύος της καθώς και η προστασία της συλλογικής ρύθμισης από ανεπιθύμητο ανταγωνισμό (βλ. σχετικά και τις Α.Π. 521/2001, 598/1999 κ.λπ.).
Παράλληλα με τη διάταξη αυτή τροποποιείται και η διάταξη του Ν. 1876/1990, που αφορά στην έναρξη ισχύος των Υπουργικών Αποφάσεων με τις οποίες κηρύσσονται οι Σ.Σ.Ε./Δ.Α. ως γενικά υποχρεωτικές και ορίζεται ότι οι αποφάσεις αυτές θα ισχύουν πλέον από την ημερομηνία δημοσίευσης τους στο ΦΕΚ και όχι από την ημερομηνία έκδοσή τους ή από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για κήρυξή τους ως υποχρεωτικών, όπως όριζε η διάταξη του άρθρου 11 παρ, 3 του Ν. 1876/1990.
Συμπεράσματα
Μετά από αυτές τις διαπιστώσεις καταλήγουμε, για διευκόλυνση των αναγνωστών μας στα εξής συμπεράσματα:
1. Με τις διατάξεις αυτές δεν παύει άμεσα η ισχύς των κλαδικών Σ.Σ.Ε. και Δ.Α. που ήδη ισχύουν και εφαρμόζονται, ούτε όμως και των τυχόν εφαρμοζόμενων στην επιχείρηση ομοιοεπαγγελματκών ρυθμίσεων, για τις οποίες να σημειωθεί ότι ο νόμος σιωπά που σημαίνει, κατά τη γνώμη μου, ότι θα έχουν και αυτές την τύχη της κλαδικής ρύθμισης,. Παρέχεται δηλαδή η δυνατότητα στο επίπεδο της επιχειρησιακής διαπραγμάτευσης, εργοδότη και σωματείου ή Ένωσης Προσώπων, να υπογράφεται Σ.Σ.Ε. με όρους δυσμενέστερους για τους εργαζομένους από αυτούς που περιέχει τόσο η κλαδική όσο και οι τυχόν ομοιοεπαγγελματικές Σ.Σ.Ε. που υπάγονται σ' αυτές ήδη, όχι όμως και από τους όρους της ισχύουσας Εθνικής Γενικής Σ.Σ.Ε.
2. Την επιχειρησιακή Σ.Σ.Ε. μπορεί πλέον από την πλευρά των εργαζομένων να την υπογράφει, εκτός από το σωματείο των εργαζομένων της επιχείρησης ή το πρωτοβάθμιο κλαδικό σωματείο που όριζε ο Ν. 1876/1990, και η Ένωση Προσώπων του Ν. 1264/1982, που μπορεί μεν να συσταθεί με μικρότερο αριθμό μελών που ορίζει ο Α.Κ. για τα σωματεία όχι όμως κάτω των τριών μισθωτών ή ακόμη και των πέντε (5), αλλά με τις ίδιες διαδικασίες και υποχρεώσεις λειτουργίας της, όπως και τα σωματεία.
3. Αναστέλλεται η δυνατότητα του Υπουργού να κηρύσσει υποχρεωτικές τις Σ.Σ.Ε. και Δ.Α. μέχρι τη λήξη του Μνημονίου και των έκτακτων μέτρων που λαμβάνονται για την οικονομία της Χώρας.
4. Οι επιχειρησιακές Σ.Σ.Ε. και Δ.Α. που υπογράφονται από την ισχύ του νόμου αυτού, υπερέχουν κατά προτεραιότητα και εφαρμόζονται υποχρεωτικά, έστω και αν περιέχουν δυσμενέστερους όρους για τους εργαζόμενους από τους όρους της τυχόν ισχύουσας κλαδικής Σ.Σ.Ε., όχι όμως και της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.
5. Οι Σ.Σ.Ε. και Δ.Α. που θα κηρύσσονται υποχρεωτικές στο μέλλον, όταν παύση η σχετική απαγόρευση, οι σχετικές Υπουργικές Αποφάσεις θα ισχύουν από τη δημοσίευσή τους στο ΦΕΚ και όχι από την ημερομηνία έκδοσής τους ή την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης, που όριζε ο Ν.1876/1990.
Copyright 2011 ΠΙΜ ΕΡΓΑΣΙΑΚΗ
Χρήστος Καρατζάς
Νομικός – Εργατολόγος
Πηγή: TAXHEAVEN