Ο «δήθεν» εξορθολογισμός των προστίμων
Κατατέθηκε στη βουλή το πολυνομοσχέδιο με τα προαπαιτούμενα του Οκτωβρίου και μαζί με αυτό και οι διατάξεις που επιφέρουν μεταβολές σε αρκετές διατάξεις του Κ.Φ.Δ. (ν.4174/2013), μεταξύ αυτών και διατάξεις που αφορούν στα πρόστιμα.
Στα θετικά των αλλαγών που προωθούνται με το νομοσχέδιο μπορούμε να θεωρήσουμε ότι είναι η τροποποίηση του άρθρου 19 που προβλέπει τη δυνατότητα υποβολής τροποποιητικής φορολογικής δήλωσης οποτεδήποτε μέχρι την παραγραφή του δικαιώματος της φορολογικής Διοίκησης για έλεγχο της αρχικής δήλωσης, ανεξάρτητα από την έκδοση εντολής ελέγχου ή μη, η μείωση (έστω και μικρή) των προστίμων στις περιπτώσεις υποβολής ανακριβούς δήλωσης ή μη υποβολής δήλωσης που διαπιστώνεται κατόπιν ελέγχου (άρθρο 58) και η ρητή διατύπωση του άρθρου 62 ότι δεν επιβάλλονται πρόστιμα στον εκτιμώμενο προσδιορισμό του φόρου.
Δυστυχώς όμως ο εξορθολογισμός των λοιπών προστίμων, που είναι εδώ και καιρό καθολική απαίτηση του επιχειρηματικού κόσμου, αλλά και των λογιστών-φοροτεχνικών, φαίνεται να εξαντλείται (σύμφωνα με το νομοσχέδιο που κατατέθηκε προς ψήφιση) ουσιαστικά στην κατάργηση/μετατροπή του προστίμου του άρθρου 59, το οποίο προβλέπει -μέχρι και σήμερα- την επιβολή προστίμου 100% σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οποιουδήποτε παρακρατούμενου φόρου (Φ.Μ.Υ., φόρο μερισμάτων, φόρου επιχειρηματικής δραστηριότητας, κ.λ.π). Το άρθρο 59 πλέον όπως και το άρθρο 58 προβλέπουν πρόστιμα τα οποία επιβάλλονται μόνο μετά από έλεγχο.
Στα δύο πιο πάνω άρθρα έρχεται να προστεθεί και το νέο άρθρο 58α το οποίο αφορά στα πρόστιμα για παραβάσεις του Φ.Π.Α.
Για παραβάσεις σχετικές με το φόρο προστιθέμενης αξίας οι οποίες διαπιστώνονται κατόπιν ελέγχου, επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα:
1. Σε περίπτωση μη έκδοσης φορολογικού στοιχείου ή έκδοσης ή λήψης ανακριβούς στοιχείου για πράξη που επιβαρύνεται με ΦΠΑ, επιβάλλεται πρόστιμο πενήντα τοις εκατό (50%) επί του φόρου που θα προέκυπτε από το μη εκδοθέν στοιχείο, ή επί της διαφοράς, αντίστοιχα. Εξαιρείται της επιβολής κυρώσεων ο λήπτης που τελούσε σε καλή πίστη κατά την λήψη των στοιχείων.
2. Σε κάθε περίπτωση όπου διαπιστώνεται, κατόπιν ελέγχου, η υποβολή ανακριβών δηλώσεων ή η μη υποβολή δηλώσεων, υποβολή δηλώσεων, με συνέπεια τη μη απόδοση ή την μειωμένη απόδοση ή την επιπλέον έκπτωση ή επιστροφή ΦΠΑ, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) επί του ποσού του φόρου που θα προέκυπτε από την μη υποβληθείσα δήλωση ή επί της διαφοράς, αντίστοιχα.
3. Σε περίπτωση άσκησης οικονομικής δραστηριότητας χωρίς να έχει υποβληθεί δήλωση έναρξης εργασιών, παρά την ύπαρξη σχετικής υποχρέωσης, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) επί του ποσού του ΦΠΑ που θα έπρεπε να είχε αποδοθεί για όλη τη διάρκεια λειτουργίας της οικονομικής δραστηριότητας.
4. Σε κάθε πρόσωπο μη υπόχρεο σε υποβολή δηλώσεων ΦΠΑ που εκδίδει φορολογικά στοιχεία με ΦΠΑ, χωρίς να έχει τέτοια υποχρέωση, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) επί του αναγραφόμενου φόρου που δεν αποδόθηκε.
Σε ότι αφορά στον καταλογισμό των προστίμων γίνεται επίσης ρητή διατύπωση στο άρθρο 62 ότι επιβάλλονται ανάλογα με το εάν έχει εκδοθεί ή όχι εντολή ελέγχου ως εξής:
Στην περίπτωση που η δήλωση (εκπρόθεσμη αρχική ή τροποποιητική) υποβληθεί έως την έκδοση της εντολής ελέγχου επιβάλλονται τα πρόστιμα του |
άρθρου 54 (100,250,500) |
Εφόσον η δήλωση υποβληθεί μετά την έκδοση της εντολής ελέγχου κατά περίπτωση επιβάλλονται τα πρόστιμα των άρθρων |
58, 58Α, 59 |
Επίσης, με τις νέες διατάξεις διαχωρίζεται το πρόστιμο των περιπτώσεων της φορολογίας κεφαλαίου από τα λοιπά πρόστιμα του άρθρου 54, και ορίζεται στα 100,00 για τις ακόλουθες παραβάσεις:
α) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει εκπρόθεσμα ή υποβάλει ελλιπή δήλωση πληροφοριακού χαρακτήρα ή φορολογική δήλωση από την οποία δεν προκύπτει φορολογική υποχρέωση καταβολής φόρου,
β) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει εκπρόθεσμα φορολογική δήλωση,
γ) δεν υποβάλλει ή υποβάλει εκπρόθεσμα δήλωση παρακράτησης φόρου,
δ) δεν ανταποκριθεί σε αίτημα της Φορολογικής Διοίκησης για παροχή πληροφοριών ή στοιχείων,
στ) δεν γνωστοποιήσει στη Φορολογική Διοίκηση το διορισμό του φορολογικού εκπροσώπου του.
Για τη θέσπιση του προστίμου αυτού η αιτιολογική έκθεση αναφέρει:
Με τις προτεινόμενες διατάξεις της παραγράφου 5 τροποποιούνται οι διατάξεις του άρθρου 54 του ν.4174/2013, οι οποίες προβλέπουν πρόστιμα για διαδικαστικές παραβάσεις.
Συγκεκριμένα, με τις προτεινόμενες διατάξεις της περίπτωσης α΄ τροποποιείται η περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 54. Η τροποποίηση είναι απαραίτητη για τις φορολογίες κεφαλαίου προκειμένου να διευκρινισθεί και να καταστεί σαφές ότι, στις φορολογίες αυτές δεν δύνανται να επιβληθούν τα πρόστιμα που προβλέπονται για όσους είναι υπόχρεοι σε τήρηση λογιστικών βιβλίων, παρά μόνο το πρόστιμο των 100 ευρώ της εν λόγω περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2, δεδομένου ότι η φορολογική τους υποχρέωση δεν εξαρτάται από την επαγγελματική τους δραστηριότητα και συνεπώς από την υποχρέωση τήρησης βιβλίων.
Όμως, το νομοσχέδιο δεν περιέχει καμία τροποποίηση για τα διαδικαστικά πρόστιμα του άρθρου 54 (100, 250, 500 ευρώ) που όπως φαίνεται θα συνεχίσουν να ισχύουν για τις περιπτώσεις που ο φορολογούμενος δεν υποβάλλει ή υποβάλλει εκπρόθεσμα φορολογική δήλωση ή δήλωση πληροφοριακού χαρακτήρα.
Αυτό που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε είναι γιατί μικροαλλαγές που δεν επηρεάζουν το φόρο ειδικά σε ότι αφορά στις δηλώσεις πληροφοριακού χαρακτήρα της φορολογίας κεφαλαίου όπως είναι οι δηλώσεις Ε9, δεν μπορούν να υποβάλλονται χωρίς να επιβάλλονται τα σχετικά πρόστιμα. Φαντάζει σε κάποιους λογικό, ο φορολογούμενος να πληρώνει πρόστιμο 300 ή 400 ευρώ για τα προηγούμενα 3 ή 4 χρόνια επειδή θέλει να διορθώσει κάποιο στοιχείο των ακινήτων του που δεν επηρεάζει το φόρο (πχ. αριθμό οδού που δεν αλλάζει τη θέση του ακινήτου ή αριθμό παροχής της Δ.Ε.Η.);
Γιατί το υπ. Οικονομικών ειδικά για τις δηλώσεις Ε9 δεν υιοθετεί την παλαιά πρακτική των προστίμων του ν.2523/1997 που όριζαν ότι επιβάλλονται πρόστιμα μόνο στις περιπτώσεις που ο φορολογούμενος παραβαίνει κάποια φορολογική διάταξη και όχι για μικρο διορθώσεις;
Για ποιο λόγο δεν γίνεται εφαρμογή και στις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος της διάταξης του άρθρου 19 του Κ.Φ.Δ. η οποία προβλέπει ότι δεν επιβάλλεται πρόστιμο στις τροποποιητικές δηλώσεις εφόσον η αρχική έχει υποβληθεί εμπρόθεσμα; Τι σκοπό εξυπηρετεί η διάταξη αυτή να ισχύει μόνο για τις δηλώσεις Φ.Π.Α. και παρακρατούμενων φόρων;
Γιατί δεν μπορούν τα πρόστιμα του άρθρου 54 να επιβάλλονται μετά από κάποια περίοδο χάριτος, για παράδειγμα πέντε ημερών αφότου παρέλθει η καταληκτική ημερομηνία ή μετά από όχληση της Δ.ΗΛΕ.Δ. η οποία γνωρίζει από την επόμενη ημέρα της καταληκτικής ημερομηνία υποβολής ποιος υπόχρεος δεν έχει στείλει δηλώσεις Φ.Π.Α. ή Φ.Μ.Υ.;
Προφανώς οι λογιστές απαγορεύεται να αρρωστήσουν και να λείψουν από την εργασία τους έστω και για μία ημέρα. Όπως επίσης προφανώς δεν δικαιούνται να ξεχάσουν την υποβολή μιας δήλωσης μέσα στην πληθώρα των εργασιών που καλούνται να διεκπεραιώσουν κάθε μήνα και κάτω από ασφυκτικά χρονικά περιθώρια.Μάλλον οι λογιστές δεν έχουν επίσης δικαίωμα να μην προλάβουν να στείλουν κάποια δήλωση όταν το υπ. Οικονομικών αυξομειώνει τις προθεσμίες κατά το δοκούν και δεν φροντίζει συνάμα να έχει διαθέσιμες 24 ώρες το 24ωρο τις ηλεκτρονικές εφαρμογές του.
Είμαστε υπέρμαχοι της τήρησης των προθεσμιών, αρκεί οι προθεσμίες να τηρούνται και από την πλευρά της Διοίκησης του υπ. Οικονομικών. Να υπάρχουν ποινές δηλαδή για τις κωλυσιεργίες των ανθρώπων του υπ. Οικονομικών ώστε να μην είναι μονίμως στο απυρόβλητο για παραλείψεις ή καθυστερήσεις εκ μέρους τους. Η αστείρευτη προστιμολαγνεία όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και η προσκόλληση στις εξοντωτικές ποινές, θεωρούμε ότι ευθύνονται για πολλά από τα δεινά που έχουν εμφιλοχωρήσει στο σαθρό και ευμετάβλητο φορολογικό μας σύστημα.
Πηγή: TAXHEAVEN