Λίστα Λαγκάρντ. Θησαυρός ή Άνθρακες???
Του Δημήτρη Τσαγκάρη
Οικονομολόγου ΜΑ-Φοροτέχνη
Διευθύνοντος Συμβούλου της FAO Economics AE
Επιστημονικού Συνεργάτη Taxheaven
Προβληματισμοί, σκέψεις και αδιέξοδα για την αξιοποίηση της λίστας με βάση το προϋφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο αλλά και τις προ του έτους 2007 εφαρμοζόμενες διατάξεις. Συγκρούσεις, μεταξύ νομίμου και νομιμότητας, υπό το πρίσμα των προσφάτων εξελίξεων.
Είναι γνωστό ότι η λίστα αποτέλεσε προϊόν παράνομης υποκλοπής και, συνεπώς, η επί τούτου νομική φιλολογία και δικαστική κρίση είναι αρκετή, για να καλύψει κάθε απορία. Επίσης, είναι γνωστή και η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Αρχών της Γαλλίας και της Ελβετίας επί του θέματος της αξιοποίησης της ως παράνομου υλικού.
Στην Ελλάδα ελέγχονται, προς το παρόν, τυχόν πολιτικές και ποινικές ευθύνες εμπλεκομένων πολιτικών προσώπων μαζί με αντίστοιχες ευθύνες, άλλων, μη πολιτικών προσώπων. Από την δημοσιότητα των διαδικασιών της επιτροπής της Βουλής συνάγεται ότι δεν ερευνάται το περιεχόμενο της λίστας αλλά η παράλειψη ελέγχου των προσώπων που αναφέρονται στην λίστα.
Σε όλες τις σχετικές ανακοινώσεις και δημοσιεύσεις, με έμφαση, πάντοτε αναφέρεται ότι όσα πρόσωπα, φυσικά η και νομικά, έχουν, η είχαν, καταθέσεις στην συγκεκριμένη τράπεζα δεν είναι φοροφυγάδες και η κάθε περίπτωση θα αξιολογηθεί κατόπιν ελέγχου.
Πως θα γίνει όμως ο έλεγχος; Τίθενται πολλά και κρίσιμα ερωτήματα και αναδεικνύονται πάμπολλα ερωτηματικά μεταξύ των οποίων είναι συνοπτικά και τα παρακάτω:
Ποιά κεφάλαια και ποιες καταθέσεις θα ελεγχθούν; Αυτές που σχηματίστηκαν κατά την περίοδο που αναφέρει η λίστα και ποιος θα είναι ο αφετήριος χρόνος ελέγχου των καταθέσεων.
Μπορεί να ανατρέξει πριν το έτος παραγραφής;
Πως θα αποδειχθεί η νομιμότητα, η μη, των καταθέσεων.
Από μόνη της οποιαδήποτε κατάθεση δεν είναι φορολογικά ελεγκτέα. Ο έλεγχος επομένως φέρει το βάρος της απόδειξης ότι η κάθε συγκεκριμένη κατάθεση είναι ελεγκτέα, ως φοροδιαφυγή, σύμφωνα με τις, τότε, ισχύουσες διατάξεις και όχι με τις σημερινές.
Ως φοροδιαφυγή όμως πρέπει ο έλεγχος να εντοπίσει το φορολογικό αντικείμενο της φοροδιαφυγής, δηλαδή εάν είναι φοροδιαφυγή εισοδήματος η κεφαλαίου η άλλου φορολογικού αντικειμένου εξαρτημένου πάντοτε από αντίστοιχη υποχρέωση δήλωσης του ποσού της καταθέσεως.
Π.χ. το υπερτίμημα από την πώληση ακινήτου από ιδιώτη – πέραν του αναγραφομένου στο συμβόλαιο ποσού της συναλλαγής- αποτελεί διαφορά κεφαλαίου για την οποία υπόχρεος είναι ο αγοραστής. Πως θα υποβληθεί στις συνέπειες της φοροδιαφυγής ο πωλητής;
Επίσης δεν υποκρύπτουν φοροδιαφυγή συναλλαγές, η/και καταθέσεις, που προήλθαν από φορολογικά αντικείμενα και πράξεις που δεν ήταν, κατά τον χρόνο της συναλλαγής, υποχρεωτικό να δηλωθούν, είτε εξαιρούντο της φορολογίας είτε δεν υφίστατο υποχρέωση δηλώσεως των. Π.χ. εισοδήματα η κεφάλαια που αποκτήθηκαν στο εξωτερικό από πράξεις που δεν φορολογούνται στην Ελλάδα όπως είναι οι αποδόσεις και τα κεφάλαια από κινητές αξίες, μετοχές κλπ., προϊόντα η παράγωγα διαπραγματευόμενα σε Χρηματιστήρια της αλλοδαπής, οι επενδύσεις σε λοιπά χρηματιστηριακά προϊόντα η μέσα γνωστά, η ακόμη, και άγνωστα στην Ελλάδα.
Από ποινική άποψη η ύπαρξη καταθέσεων πώς μπορεί να ελεγχθεί όταν προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής διώξεως είναι αφ' ενός μεν η σύνταξη έκθεσης ελέγχου και αφ' ετέρου παραβίαση ρητής και συγκεκριμένης ποινικής διάταξης.
Στην περίπτωση αυτή εμφιλοχωρεί η αρχή της μη αναδρομικότητας της εφαρμογής ποινικής διάταξης μεταγενέστερης της πράξεως ακόμη και της μη ποινικής δίωξης όπως έχει επισημάνει με σχετική εγκύκλιο οδηγία του ο κ. Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου με την Αριθ. Πρωτ. 762/12.2.2013 και υπ' αριθ. 2 Γνωμάτευσή του.
Στα όσα ορθώς επισημαίνονται στην εν λόγω γνωμάτευση θα πρέπει να προστεθεί και η νομιμότητα των καταθέσεων και των κεφαλαίων στην τράπεζα της Ελβετίας αφού, είχε υποχρέωση δέουσας επιμέλειας, ως τράπεζα προορισμού και αποδοχής καταθέσεων.
Έτσι, η τράπεζα πριν δεχθεί την κατάθεση έχει ελέγξει την νομιμότητά της προέλευσης των χρημάτων της καταθέσεως, τόσον της αρχικής όσον και κάθε μεταγενέστερης.
Σημειώνουμε ότι στις διατάξεις του Ν. 2331/1995 η φοροδιαφυγή δεν αποτελούσε και πράξη νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και ως τοιαύτη για πρώτη φορά εισήχθη με τις διατάξεις του Ν. 3454/13-12-2005 και εκ νέου συμπεριλήφθηκε στον ν. 3691/2008.
Επί πλέον από τις σκέψεις και αιτιολογίες της υπ αριθ. 1032/2013 απόφασης του Δ’ Τμήματος του Σ.τ.Ε , καθίσταται σαφές ότι παρόμοια ζητήματα θα ανακύψουν, χωρίς κατά την άποψη μου να ξεπεραστούν, και κατά τον έλεγχο των προσώπων που αναγράφονται στην λίστα σχετικά με τις αρμοδιότητες του ΣΔΟΕ, την διαδικασία των ελέγχων και την τυχόν σύνταξη των τυχόν προβλεπομένων πράξεων επιβολής φόρων προστίμων κλπ.
Πάντως, οι περιπτώσεις των καταθετών και των καταθέσεων της λίστας αντιμετωπίζεται διαφορετικά από τις περιπτώσεις μεταφοράς κεφαλαίων στο εξωτερικό παρά το γεγονός ότι υφίστανται πολλές ομοιότητες και συμπτώσεις.
Πηγή: CAPITAL.GR