Βεβαίωση αντί για καταβολή
Μια λέξη κάνει τη διαφορά. Και η διαφορά αυτή μπορεί να σημαίνει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ χαμένα για το δημόσιο ταμείο και μάλιστα σε μια περίοδο που το σκέλος των εσόδων του προϋπολογισμού βρίσκεται στην άκρη του γκρεμού. Η λέξη που κάνει τη διαφορά είναι η λέξη "βεβαίωση", ενώ θα μπορούσε στη θέση της να βρίσκεται η λέξη “καταβολή”. Πρόκειται για αυτό που έχει ισχύσει αναφορικά με όσους φορολογούμενους εντοπίζονται να έχουν πραγματοποιήσει σοβαρές φορολογικές παραβάσεις και στους οποίους επιβάλλονται πολύ υψηλά πρόστιμα για φοροδιαφυγή. Η συντριπτική τους πλειονότητα, ωστόσο, προτιμά να προσφύγει στα διοικητικά δικαστήρια αφού όμως προηγουμένως τους “βεβαιωθεί” το 50% των προστίμων. Ωστόσο, ελάχιστα από αυτά τα πρόστιμα τελικά πληρώνονται. Καθίστανται ληξιπρόθεσμα αυγατίζοντας τον ωκεανό των ληξιπρόθεσμων οφειλών των φορολογούμενων προς το δημόσιο.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Στις περιπτώσεις που διαπιστώνονται παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας καταλογίζονται στον παραβάτη κύριοι και πρόσθετοι φόροι. Ο τελευταίος, εφόσον αμφισβητεί την εγκυρότητα των σχετικών πράξεων των φορολογικών αρχών, μπορεί να ζητήσει διοικητική επίλυση της διαφοράς προσφεύγοντας σε ειδικές επιτροπές του υπουργείου Οικονομικών. Αν δεν επέλθει διοικητική επίλυση της διαφοράς τότε ο φορολογούμενος μπορεί να προσφύγει στα διοικητικά δικαστήρια. Στην περίπτωση αυτή, με βάση διάταξη φορολογικού νόμου του 2011, ο αρμόδιος προϊστάμενος της εφορίας προχωρά άμεσα στη βεβαίωση του 50% του κύριου φόρου, πρόσθετου φόρου και λοιπών συμβεβαιούμενων φόρων που αφορούν στις παραβάσεις που εντόπισε η φορολογική αρχή.
Μια πολύ καλή φορολογική διάταξη θα μπορούσε να πει κάποιος. Τα πράγματα, όμως, δεν είναι έτσι. Τα ποσά μπορεί να βεβαιώνονται, ελάχιστα όμως από αυτά εισπράττονται με αποτέλεσμα να συσσωρεύονται ληξιπρόθεσμες οφειλές. Επί της ουσίας, οι παραβάτες έχουν βρει έναν νομότυπο τρόπο να καθυστερούν για μεγάλο χρονικό διάστημα την πληρωμή φόρων και προστίμων για την φοροδιαφυγή που εντοπίστηκαν να πραγματοποιούν.
"Τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά αν η νομοθεσία προέβλεπε την καταβολή του 50% των πρόσθετων φόρων και όχι απλώς τη βεβαίωσή τους για την άσκηση προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια", λέει επικεφαλής μεγάλης εφορίας της Αττικής. Με τη βεβαίωση και στη συνέχεια τη μη καταβολή των πρόσθετων φόρων, οι τελευταίοι καθίστανται ληξιπρόθεσμοι και ενεργοποιούνται οι διαδικασίες για την αναγκαστική είσπραξή τους. Ωστόσο, πρόκειται για χρονοβόρες και γραφειοκρατικές διαδικασίες.
Πηγή: CAPITAL.GR