Αντισυνταγματική η επιβολή φόρου 10% στη διαφορά συγκέντρωσης αποδείξεων
ΘEMA συνταγματικότητας για την επιβολή φόρου 10% στη διαφορά των αποδείξεων που δεν καλύπτουν το αφορολόγητο θέτει η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής.
Σε έκθεση αξιολόγησης του πολυνομοσχεδίου –που βρίσκεται προς ψήφιση στη Βουλή– η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής αναφέρει ότι η «ποινή» του φόρου, βάσει του Συντάγματος, μπορεί να επιβάλλεται στο εισόδημα, στην περιουσία ή στις δαπάνες και τις συναλλαγές του φορολογουμένου. Δηλαδή τίθεται θέμα συνταγματικότητας, αφού ο φόρος επιβάλλεται σε δαπάνες που δεν πραγματοποιήθηκαν.
Συγκεκριμένα η έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσία της Βουλής αναφέρει τα εξής: «Ως προς το ζήτημα της επιβολής "φόρου" με συντελεστή 10% επί του ποσού που οι προσκομιζόμενες αποδείξεις δαπανών του φορολογουμένου υπολείπονται σε αξία του ενός τετάρτου (ποσοστό 25%) του ατομικού εισοδήματός του (και μέχρι του ποσού των 15.000 ευρώ), παρατηρείται ότι, σύμφωνα προς το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, αντικείμενο του φόρου μπορεί να είναι το εισόδημα, η περιουσία ή οι δαπάνες και οι συναλλαγές του φορολογουμένου. Εν προκειμένω, ο επιβαλλόμενος φόρος ενδεχομένως δεν βρίσκεται σε αρμονία με την ανωτέρω διάταξη, δεδομένου ότι δεν φαίνεται να επιβάλλεται επί του εισοδήματος, της δαπάνης ή της περιουσίας, αλλά επί της μη διενέργειας δαπάνης, η οποία δεν μπορεί, κατά τα ανωτέρω, να αποτελεί αντικείμενο φόρου».
Σε άλλο σημείο της έκθεσης οι επιστήμονες της Βουλής τονίζουν ότι το κατώφλι κινδύνου φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 6.897 ευρώ ετησίως και για τον λόγο αυτό δεν πρέπει το αφορολόγητο να πέσει κάτω από τις 5.000 ευρώ. Και αν αυτό γίνει, η κυβέρνηση πρέπει να αντισταθμίσει το βάρος με παροχές κοινωνικής πρόνοιας. Ουσιαστικά υποστηρίζει ότι το μέτρο για τη μείωση αφορολόγητου δεν συνάδει με την φοροδοτική ικανότητα των πολιτών.
Συγκεκριμένα στην έκθεση τονίζονται τα εξής: «Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (Δεκέμβριος 2010, με έτος αναφοράς το έτος 2008) για τον Κίνδυνο Φτώχειας το κατώφλι κινδύνου φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 6.897 ευρώ ετησίως ανά άτομο και 14.484 ευρώ ετησίως για ζευγάρι με δύο ανήλικα παιδιά (με βάση μέσο ετήσιο ατομικό ισοδύναμο εισόδημα το ποσό των 13.504,88 ευρώ και μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών το ποσό των 23.394,73 ευρώ). Ενόψει των ανωτέρω, δημιουργείται προβληματισμός για το κατά πόσο η θέσπιση αφορολόγητου ποσού εισοδήματος το οποίο ενδεχομένως είναι χαμηλότερο από το ελάχιστο όριο διαβίωσης του φορολογουμένου (εφόσον ήθελε θεωρηθεί ότι το ελάχιστο όριο διαβίωσης ταυτίζεται με τα ανωτέρω στατιστικά στοιχεία ως προς το κατώφλι κινδύνου φτώχειας) είναι συμβατή με την αρχή της φορολόγησης με βάση τη φοροδοτική ικανότητα, τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την υποχρέωση προστασίας της οικογένειας και της παιδικής ηλικίας.
Πηγή: EXPRESS.GR