Φορολογική και Λογιστική διάκριση προκαταβολών
Για τη διεκπεραίωση συναλλαγών με πελάτες, προμηθευτές και εργαζόμενους, πολλές φορές οι επιχειρήσεις προκαταβάλουν ποσά. Παρακάτω, αναλύουμε τη φορολογική και λογιστική αντιμετώπιση συγκεκριμένων περιπτώσεων προκαταβολών.
1. Προκαταβολή σε εργαζόμενους
Με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 8 του Ν.4172/2013 ορίζεται ότι χρόνος κτήσης του εισοδήματος θεωρείται ο χρόνος που ο δικαιούχος απέκτησε το δικαίωμα είσπραξής του. Κατ΄ εξαίρεση, για τις ανείσπρακτες δεδουλευμένες αποδοχές που εισπράττει καθυστερημένα ο δικαιούχος εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις σε φορολογικό έτος μεταγενέστερο, χρόνος απόκτησης του εν λόγω εισοδήματος θεωρείται ο χρόνος που εισπράττονται, εφόσον αναγράφονται διακεκριμένα στην ετήσια βεβαίωση αποδοχών που χορηγείται στον δικαιούχο.
Με βάση την αιτιολογική έκθεση του άρθρου 8 του Ν.4172/2013, με τις πιο πάνω διατάξεις τίθεται ως γενικός κανόνας για τον χρόνο κτήσης του εισοδήματος το σύστημα της δεδουλευμένης βάσης, ήτοι ο χρόνος που ο δικαιούχος απέκτησε το δικαίωμα είσπραξης του εισοδήματος, όπως άλλωστε ίσχυε και με τις προϊσχύσασες διατάξεις του Ν.2238/1994, εν αντιθέσει με το σύστημα της ταμειακής βάσης το οποίο εφαρμόζεται κατά ρητή διατύπωση του νόμου μόνο για τις ανείσπρακτες δεδουλευμένες αποδοχές που εισπράττει καθυστερημένα ο δικαιούχος εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις σε φορολογικό έτος μεταγενέστερο.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι για την υπαγωγή εισοδήματος σε φόρο απαιτείται να συντρέχουν για το εισόδημα αυτό σωρευτικά δύο προϋποθέσεις: α) να έχει καταστεί δεδουλευμένο εντός του οικείου φορολογικού έτους και β) να έχει αποκτηθεί το δικαίωμα είσπραξής του εντός του ίδιου έτους.
Αναφορικά με το εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις, χρόνος κτήσης σε κάθε περίπτωση θεωρείται ο χρόνος, δηλαδή το φορολογικό έτος, που ο δικαιούχος απέκτησε δικαίωμα είσπραξης. Ειδικά για τις ανείσπρακτες δεδουλευμένες αποδοχές που εισπράττονται το έτος 2015 και μετά, η είσπραξη δημιουργεί την υποχρέωση υποβολής δήλωσης των αποδοχών αυτών προκειμένου να φορολογηθούν κατά τον χρόνο αυτό. Σε περίπτωση που αναγράφονται διακεκριμένα στην ετήσια βεβαίωση αποδοχών που χορηγείται στον δικαιούχο, θα υπαχθούν σε φόρο με βάση τις διατάξεις του έτους που ανάγονται, μέσω της υποβολής τροποποιητικών δηλώσεων για τα έτη αυτά, χωρίς την επιβολή κυρώσεων.
Σε πολλές περιπτώσεις οι επιχειρήσεις προκαταβάλουν ποσά προς τους υπαλλήλους τους. Η αντιμετώπιση των ποσών αυτών γίνεται:
α.με εφάπαξ συμψηφισμό μέσα στον ίδιο μήνα με τον μισθό των υπαλλήλων ή
β.με εξόφληση δια μηνιαίων κρατήσεων από τις αποδοχές των υπαλλήλων.
Τα ποσά αυτά, εφόσον καταστούν δεδουλευμένα, χαρακτηρίζονται ως εισόδημα από μισθωτή εργασία και φορολογούνται κατά το έτος που καθίστανται δεδουλευμένα και αποκτάται το δικαίωμα είσπραξής τους.
1.1 Εφάπαξ συμψηφισμός προκαταβολής μέσα στον ίδιο μήνα με τον μισθό
Η φορολογική νομοθεσία δεν ορίζει συγκεκριμένη αντιμετώπιση για την εν λόγω περίπτωση. Τα συγκεκριμένα ποσά χαρακτηρίζονται δεδουλευμένα και αποκτάται το δικαίωμα είσπραξής τους στο τέλος του μήνα που έχουν καταβληθεί. Στην περίπτωση προκαταβολών μισθών που συμψηφίζονται εφάπαξ και μέσα στον ίδιο μήνα με τον μισθό των υπαλλήλων, δεν θεωρείται ότι υφίσταται δανειακή σχέση μεταξύ του εργοδότη και των υπαλλήλων και επομένως δεν υπόκεινται σε τέλος χαρτοσήμου.
Λογιστικά η συγκεκριμένη περίπτωση αντιμετωπίζεται ως εξής:
– Κατά την καταβολή στον εργαζόμενο του ποσού χρεώνεται ο λογ. π.χ. 33.00 «Προκαταβολές προσωπικού» σε πίστωση λογ. χρηματικών διαθεσίμων.
– Στο τέλος του μήνα, κατά την εκκαθάριση της μισθοδοσίας, πιστώνεται ο λογ. π.χ. 33.00 «Προκαταβολές προσωπικού» με αντίστοιχη χρέωση του λογ. π.χ. 53.00 «Αποδοχές προσωπικού πληρωτέες».
1.2 Εξόφληση δια μηνιαίων κρατήσεων από τις αποδοχές των υπαλλήλων
Σύμφωνα με το άρθρο 13 του Ν.4172/2013 η προκαταβολή μισθού άνω των τριών (3) μηνών θεωρείται δάνειο.
Οι παροχές σε είδος με τη μορφή δανείου, προς εργαζόμενο ή εταίρο ή μέτοχο από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα περιβάλλονται τη μορφή έγγραφης συμφωνίας και αποτιμώνται με βάση το ποσό της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ των τόκων που θα κατέβαλε ο εργαζόμενος στη διάρκεια του ημερολογιακού μήνα κατά τον οποίο έλαβε την παροχή, εάν το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων ήταν το μέσο επιτόκιο αγοράς, του οποίου η μέθοδος υπολογισμού ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατά τον ίδιο μήνα και των τόκων που τυχόν κατέβαλε ο εργαζόμενος στη διάρκεια του εν λόγω ημερολογιακού μήνα. Σε περίπτωση που δεν υφίσταται έγγραφη συμφωνία δανείου, το σύνολο του αρχικού κεφαλαίου λογίζεται ως παροχή σε είδος.
Οι παροχές σε είδος που λαμβάνει ένας εργαζόμενος ή συγγενικό πρόσωπο αυτού συνυπολογίζονται στο φορολογητέο εισόδημά του στην αγοραία αξία τους.
Από τη διατύπωση της διάταξης αυτής προκύπτει ότι σε κάθε περίπτωση προκαταβολής μισθού αυτή λογίζεται ως δάνειο και εξ αντιδιαστολής μόνο προκύπτει ότι προκαταβολές μισθών έως τρεις μήνες δεν θεωρούνται δάνεια. Αυτό έχει την περαιτέρω συνέπεια ότι για τις προκαταβολές αυτές δεν υπολογίζεται πρόσθετη παροχή σε είδος για σκοπούς φορολογίας εισοδήματος. Ωστόσο η φύση της συναλλαγής ως δανείου δεν μεταβάλλεται, αφού το άρθρο 13 παρ. 3 Ν.4172/2013 θεσπίζει τεκμήριο για τον υπολογισμό της παροχής σε είδος χωρίς να επιδρά το τεκμήριο αυτό στη φορολογία χαρτοσήμου.
Στην περίπτωση προκαταβολών μισθών, που εξοφλούνται δια μηνιαίων κρατήσεων από τις αποδοχές των υπαλλήλων, υφίσταται δανειακή σχέση κατά την έννοια του άρθρου 806 του Αστικού Κώδικα και υπόκειται σε τέλη χαρτοσήμου 3% ή 2% (πλέον εισφοράς υπέρ ΟΓΑ 20% επ΄ αυτού), κατά τις διακρίσεις των άρθρων 13§1.α και 15§1.α. του Κώδικα Τελών Χαρτοσήμου.
Λογιστικά η συγκεκριμένη περίπτωση αντιμετωπίζεται ως εξής:
Κατά την καταβολή στον εργαζόμενο του ποσού χρεώνεται 33.02 «Δάνεια προσωπικού» σε πίστωση του λογ. 54.09.10 «Χαρτόσημο και ΟΓΑ δανείων» με το ποσό που αναλογεί στο χαρτόσημο και επιβαρύνει τον εργαζόμενο και του λογαριασμού χρηματικών διαθεσίμων.
Κατά τον μηνιαίο συμψηφισμό του δανείου με τον μισθό του εργαζομένου, διενεργείται κανονικά η λογιστική εγγραφή της μισθοδοσίας και στη συνέχεια χρεώνεται ο λογ. π.χ. 53.00 «Αποδοχές προσωπικού πληρωτέες» και πιστώνονται ο λογ. π.χ. 33.02 «Δάνεια προσωπικού» με το ποσό που αναλογεί στο κεφάλαιο, ο λογ. π.χ. 76.03 «Λοιποί πιστωτικοί τόκοι» με το ποσό των τόκων και ο λογ. χρηματικών διαθεσίμων με το υπόλοιπο.
2. Προκαταβολές πελατών
Σε πολλές περιπτώσεις οι επιχειρήσεις λαμβάνουν ποσά από πελάτες τους τα οποία αφορούν μελλοντικές παραδόσεις αγαθών ή παροχή υπηρεσιών προς αυτούς.
Όταν τα ποσά εισπράττονται σε ένα φορολογικό έτος ως προκαταβολή δεν θεωρούνται έσοδα του φορολογικού έτους στο οποίο εισπράχθηκαν, αλλά αυτού το οποίο αφορούν και καθίστανται δεδουλευμένα.
Λογιστικά, οι προκαταβολές που λαμβάνονται από πελάτες για παραγγελίες που γίνονται από τους τελευταίους προς την οντότητα, όταν αυτή δεν επιθυμεί την παρακολούθησή τους στους οικείους λογαριασμούς 30.00 – 30.03 παρακολουθούνται στον λογαριασμό 30.05 «προκαταβολές πελατών». Ο λογαριασμός 30.05 πιστώνεται με το ποσό της προκαταβολής και χρεώνεται με το όλο ή μέρος αυτού, ανάλογα με τη μερική ή ολική εκτέλεση της παραγγελίας, με πίστωση του οικείου λογαριασμού του πελάτη (30.00-30.03). Σε περίπτωση που ο πελάτης, επειδή δεν τηρεί κάποιον όρο της παραγγελίας, χάνει την προκαταβολή ή μέρος της, που περιέρχεται στην οντότητα, το ποσό αυτό μεταφέρεται από τον λογαριασμό 30.05 (ή 30.00-30.03) στον λογαριασμό 74.98.00 «αποζημιώσεις από πελάτες». Αν όμως πρόκειται για ποινική ρήτρα, τότε μεταφέρεται στον λογαριασμό 81.01.02 «καταπτώσεις εγγυήσεων – ποινικών ρητρών.
Στον Ισολογισμό οι προκαταβολές πελατών εμφανίζονται στο Παθητικό, στις Βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις, στο κονδύλι Λοιπές υποχρεώσεις κατά το βραχυπρόθεσμο μέρος των σχετικών λογαριασμών. Μπορεί, αναλόγως του περιεχομένου τους, να εμφανίζονται εναλλακτικά και στο κονδύλι «Έσοδα επόμενων χρήσεων».
3. Προκαταβολές σε προμηθευτές
Τα ποσά που η επιχείρηση προκαταβάλει προς προμηθευτές της για τη μελλοντική απόκτηση αγαθών ή λήψη υπηρεσιών, κατά την καταβολή δεν χαρακτηρίζονται ως έξοδα ή αγορές αγαθών.
Λογιστικά, παρακολουθούνται στον λογαριασμό 50.05 «προκαταβολές σε προμηθευτές». Στην περίπτωση που τα ποσά αυτά αφορούν πάγια στοιχεία, τα ποσά δύναται να παρακολουθούνται ή στον λογαριασμό 15.09 «προκαταβολές κτήσεως παγίων στοιχείων» ή στον λογαριασμό 50.08 «προμηθευτές εσωτερικού λογ. παγίων στοιχείων» ή στον λογαριασμό 32.00 «παραγγελίες πάγιων στοιχείων».
Ο λογαριασμός 50.05 κινείται στις περιπτώσεις που, κατά την κρίση της οντότητας, οι προκαταβολές οι οποίες δίνονται σε προμηθευτές αφορούν σημαντικές παραγγελίες που η εκτέλεσή τους απαιτεί πολύ χρόνο. Στις άλλες περιπτώσεις οι προκαταβολές σε προμηθευτές χρεώνονται απευθείας στους οικείους προσωπικούς λογαριασμούς τους. Με την ολική ή μερική εκτέλεση της παραγγελίας το υπόλοιπο – ολικό ή μερικό – του λογαριασμού 50.05 μεταφέρεται στη χρέωση του οικείου προσωπικού λογαριασμού του προμηθευτή.
Σε περίπτωση που, από υπαιτιότητα της οντότητας, δεν εκτελείται η παραγγελία και για τον λόγο αυτό η προκαταβολή κρατείται από τον προμηθευτή π.χ. σαν ποινική ρήτρα, ο λογαριασμός 50.05 πιστώνεται ισόποσα με χρέωση του λογαριασμού 81.00.02 «καταπτώσεις εγγυήσεων – ποινικών ρητρών».
Πηγή: E-FOROLOGIA