Ποιά είναι τα προβλήματα του νέου Κ.Α.Σ., που χρειάζεται βελτιώσεις και που χρειάζονται εκ νέου νομοθετικές παρεμβάσεις
Η επιστημονική ομάδα της βουλής στην έκθεσή της σημειώνει τις παρατηρήσεις της σχετικά με τον Νέο ΚΑΣ
Με τις προτεινόμενες διατάξεις θεσπίζεται Κώδικας Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών, ο οποίος αντικαθιστά τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Π.Δ. 186/1992).
Επισημαίνεται καταρχάς ότι, ενώ από την αιτιολογική έκθεση παρατηρείται ότι «το πρόβλημα του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων δεν είναι στην ουσία οι ουσιαστικές του ρυθμίσεις, αλλά οι διατάξεις που προβλέπουν τις διοικητικές κυρώσεις για τις παραβάσεις των διατάξεών του και καθορίζουν την επίδραση που έχουν οι παραβάσεις αυτές στο κύρος των βιβλίων», με τις προτεινόμενες διατάξεις θεσπίζονται αποκλειστικά ουσιαστικές διατάξεις και δεν καταργείται ούτε τροποποιείται το άρθρο 5 του ν. 2523/1997, το οποίο προβλέπει τις διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων.
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα του κύρους των βιβλίων παρατηρείται ότι, ναι μεν ο νέος Κώδικας Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών δεν περιλαμβάνει διατάξεις αντίστοιχες με αυτές των παραγράφων 2-7 του άρθρου 30 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων περί χαρακτηρισμού των βιβλίων ως ανεπαρκών ή ανακριβών, πλην όμως διατάξεις της κείμενης φορολογικής νομοθεσίας (όπως τα άρθρα 30 και 32 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος περί προσδιορισμού του ακαθάριστου και καθαρού εισοδήματος σε περίπτωση ανεπάρκειας ή ανακρίβειας των βιβλίων ή του άρθρου 48 παρ. 3 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας περί προσδιορισμού των εσόδων και της αξίας των αγορών και των δαπανών σε περίπτωση ανεπάρκειας ή ανακρίβειας των βιβλίων) παραμένουν σε ισχύ.
Επίσης, ενώ το άρθρο 2 παρ. 1 του νέου Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών θεσπίζει υποχρέωση «από την απεικόνιση των συναλλαγών στα βιβλία και από τα στοιχεία … να προκύπτουν συγκεντρωτικά και αναλυτικά στοιχεία των καταχωρήσεων και να υποστηρίζονται αυτές, ώστε να είναι ευχερής η αναλυτική πληροφόρηση και εφικτή η επαλήθευση αυτών από το φορολογικό έλεγχο, για τις ανάγκες όλων των φορολογικών αντικειμένων», δεν προβλέπεται τι θα ισχύει ως προς τον προσδιορισμό των φορολογικών υποχρεώσεων σε περίπτωση μη τήρησης της ανωτέρω υποχρέωσης, όπως, επίσης, και σε περίπτωση μη τήρησης ή μη διαφύλαξης ή μη επίδειξης των βιβλίων στον φορολογικό έλεγχο.
Συναφώς επισημαίνεται ότι, ενώ στο πρώτο εδάφιο της προτεινόμενης ρύθμισης αναφέρεται ότι «Ο Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, καταργείται και αντικαθίσταται με τον Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών», οι μεταβατικές διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (άρθρο 14 παρ. 1) δεν προβλέπουν ρητώς την κατάργηση του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, αλλά απλώς ορίζουν ότι «Κάθε διάταξη αντίθετη στις διατάξεις των άρθρων 1-13 δεν ισχύει σε θέματα που ρυθμίζονται από αυτά και παύουν να ισχύουν διοικητικά έγγραφα και εγκύκλιες διαταγές, που αφορούν τις διατάξεις αυτές». Εν προκειμένω, ερευνητέον εάν παραμένουν σε ισχύ κανονιστικού περιεχομένου υπουργικές αποφάσεις, οι οποίες θεσπίζουν διαδικασίες ή εξειδικεύουν υποχρεώσεις που αφορούν τη φορολογική απεικόνιση των συναλλαγών, κατά το μέτρο που τα ζητήματα αυτά εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 1-13 του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών.
Ομοίως, ερευνητέα η τύχη ρυθμίσεων που δεν σχετίζονται άμεσα με την φορολογική απεικόνιση των συναλλαγών, πλην όμως είναι διαδικαστικώς αναγκαίες για τον έλεγχο και την επιβολή φόρων, όπως αυτές των παραγράφων 1, 3, 4 και 7 του άρθρου 36 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων.
Επί των επί μέρους άρθρων του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών παρατηρούνται τα εξής: Λόγω της νομοτεχνικής ένταξης του Κώδικα σε νομοθέτημα που περιλαμβάνει περισσότερες ρυθμίσεις, όπου στις διατάξεις του γίνεται αναφορά «στον παρόντα νόμο», θα πρέπει να αντικατασταθεί από αναφορά «στον παρόντα Κώδικα».
Στο άρθρο 1 παρ. 1 η αναφορά σε «έκδοση στοιχείων» θα πρέπει να αντικατασταθεί από «έκδοση και λήψη στοιχείων».
Στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 3 θα ήταν ίσως σκόπιμο να προστεθούν οι λέξεις «του παρόντος Κώδικα».
Επί του άρθρου 3 παρ. 2 παρατηρείται ότι θα ήταν ίσως σκόπιμο να προσδιορίζονται, έστω και δια παραπομπής στις οικείες διατάξεις των άρθρων 6, 7 και 8, οι περιπτώσεις κατά τις οποίες υποχρέωση για έκδοση στοιχείου (αγοράς αγαθών ή λήψης υπηρεσιών) έχει ο αντισυμβαλλόμενος.
Στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 3 θα ήταν ίσως σκόπιμο να προσδιορισθεί ότι η αναφορά σε «υπόχρεους τήρησης πληροφοριών του άρθρου 4» αφορά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 23 του άρθρου 4 πρόσωπα.
Στο άρθρο 4 παρ. 2 για λόγους νομικής ακριβολογίας θα έπρεπε ίσως να γίνεται αναφορά σε επιχειρήσεις που εγκαθίστανται στην Ελλάδα δυνάμει του άρθρου 25 του ν. 27/1975. Παρατηρείται ότι το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 4 παρ. 8 έχει το ίδιο κατ’ ουσίαν ρυθμιστικό περιεχόμενο με το άρθρο 2 παρ. 1.
Με το τρίτο εδάφιο της υποπαραγράφου 10.2 της παραγράφου 10 του άρθρου 4 προβλέπεται ότι για την αποτίμηση των στοιχείων της απογραφής ε15 φαρμόζονται υποχρεωτικά οι κανόνες αποτίμησης του Ελληνικού Γενικού Λογιστικού Σχεδίου (π.δ. 1123/1980).
Παρατηρείται ότι μέχρι σήμερα το ζήτημα της αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων των επιχειρήσεων ρυθμίζεται από τις (καταργούμενες) διατάξεις του άρθρου 28 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. Κατά το μέτρο που οι διατάξεις του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου διαφοροποιούνται από αυτές του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, ενδεχομένως θα ήταν σκόπιμο να θεσπισθούν μεταβατικές διατάξεις για τη φορολογική μεταχείριση του τυχόν κέρδους ή ζημίας που θα προκύψει από την εφαρμογή των νέων κανόνων αποτίμησης.
Στην υποπερίπτωση ε΄ της περίπτωσης α΄ της υποπαραγράφου 10.2 της παραγράφου 10 του άρθρου 4 θα ήταν ίσως σκόπιμο να περιληφθεί αναφορά και στο υπόδειγμα της παραγράφου 4.1.103 του Ελληνικού Γενικού Λογιστικού Σχεδίου.
Το άρθρο 4 παρ. 23 αντικαθιστά, για κάποια από τα αναφερόμενα στο άρθρο 10 παρ. 5 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων πρόσωπα, την υποχρέωση τήρησης πρόσθετων βιβλίων με την υποχρέωση να «παρέχουν ασφαλείς πληροφορίες για τις συναλλαγές τους μέχρι την έκδοση του στοιχείου, για το οποίο έχουν υποχρέωση, όπου και αναγράφονται τα στοιχεία του πελάτη». Παρατηρείται ότι από τη διατύπωση της προτεινόμενης διάταξης δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια ούτε το ακριβές περιεχόμενο των τηρούμενων πληροφοριών ούτε η διαδικασία «διασφάλισης» και «παροχής» των πληροφοριών.
Στο άρθρο 6 παρ. 5 ο όρος «Κεντρικές Υποδομές» είναι ασαφής και χρήζει διευκρίνισης.
Με το άρθρο 6 παρ. 16 προβλέπεται ότι «εξομοιώνονται με τιμολόγια» μία σειρά εγγράφων, μεταξύ των οποίων και «τα συντασσόμενα συμβόλαια μεταβίβασης στις πωλήσεις ακινήτων, βιομηχανοστασίων, πλοίων, αυτοκινήτων, αεροσκαφών και λοιπών μηχανημάτων, καθώς και λοιπά συντασσόμενα έγγραφα στις πωλήσεις μετοχών, παραγώγων, ομολογιών, ομολόγων, εντόκων γραμματίων και λοιπών συναφών».
Επισημαίνεται ότι μέχρι σήμερα η αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 16 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων προβλέπει ότι επί των ανωτέρω εγγράφων «δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου αυτού» (περί τιμολογίων).
Συναφώς παρατηρείται ότι, σε αντίθεση με τον σκοπό των προτεινόμενων νέων διατάξεων, όπως προκύπτει από το προπαρατεθέν απόσπασμα της αιτιολογικής έκθεσης, η συγκεκριμένη διάταξη επεκτείνει σε όλα τα προαναφερθέντα έγγραφα τις κυρώσεις που προβλέπονται για παραβάσεις των διατάξεων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων που αφορούν στη γνησιότητα και την ακρίβεια των τιμολογίων.
Από τη διατύπωση του άρθρου 9 παρ. 1, το οποίο αναφέρεται στη διασφάλιση της «αυθεντικότητας» των εκδιδόμενων φορολογικών στοιχείων, συνά16 γεται ότι τα στοιχεία αξίας λιανικών συναλλαγών για παροχή υπηρεσίας θα πρέπει να θεωρούνται υποχρεωτικά από την αρμόδια ΔΟΥ. Συναφώς παρατηρείται ότι τέτοια υποχρέωση δεν υφίσταται σήμερα επί μηχανογραφικώς εκδιδόμενων στοιχείων με τη χρήση ειδικών ασφαλών διατάξεων σήμανσης του ν. 1809/1988 ή σε περίπτωση τήρησης πρόσθετων βιβλίων του άρθρου 10 παρ. 5 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, τα οποία αντικαθίστανται με υποχρέωση «παροχής ασφαλών πληροφοριών για τις συναλλαγές» κατά το άρθρο 4 παρ. 23.
Πηγή: TAXHEAVEN