Άρθρα
Οι μετατροπές επιχειρήσεων ως όχημα ανάπτυξης και η νέα διοικητική πρακτική στην περίπτωση αποτίμησης από ορκωτούς λογιστές
ΟΙ ΜΕΤΑΤΡΟΠΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΩΣ ΟΧΗΜΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ Η ΝΕΑ ΔIOIKHTIKH ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ ΑΠΟ ΟΡΚΩΤΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤΕΣ
Κωνσταντίνος Δ.Ντζούφας Δικηγόρος
LLM Αστικού & Εμπορικού Δικαίου
Πανεπιστημίου 56, Μέγαρο Ερμής, 7ος όροφος, 10678, Αθήνα
Τηλ.: 210 3800426, Fax: 210 3800429, Κιν.: +30 6942 582148
e-mail: zoufas@yahoo.gr
Οι μετατροπές επιχειρήσεων σε νέες νομικές μορφές συμβάλλουν σε πολλές περιπτώσεις αφενός μεν στη καλύτερη νομική προστασία των φορέων της επιχείρησης αφετέρου δε στην αναδιοργάνωση και αναδιάταξη της ίδιας της επιχείρησης. Έτσι οι μετατροπές προσωπικών εταιριών, όπως μιας ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας, σε κεφαλαιουχικές εταιρίες (Α.Ε., Ε.Π.Ε) συνεπάγονται αυτόματα τον καίριο περιορισμό της ευθύνης του επιχειρηματία με την προσωπική του περιουσία, δεδομένου ότι στην συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων υπόλογη έναντι των πιστωτών θα είναι μόνο η εταιρική περιουσία.
Περαιτέρω οι μετατροπές σε κεφαλαιουχικές εταιρίες εξασφαλίζουν μια πιο εμφατική παρουσία της επιχείρησης στο εμπορικό γίγνεσθαι και ένα μεγαλύτερο ειδικό βάρος στις σχέσεις με τις τράπεζες αλλά και σε άλλες περιπτώσεις χρηματοδοτικής ή επενδυτικής δραστηριότητας. Δεδομένου όμως ότι η μετατροπή αποτελεί μια σύνθετη σχετικά διαδικασία, είναι κομβικής σημασίας η χρήση ευνοϊκών φορολογικών νόμων.
Με την ισχύουσα νομοθεσία παρέχονται τρεις δυνατότητες:
1. Η χρήση του κοινού νόμου 2190/1920 για την μετατροπή προσωπικών εταιριών σε κεφαλαιουχικές εταιρίες(A.E και Ε.Π.Ε). Η χρήση του νόμου αυτή προκρίνεται ως «λύση», όταν η μετατρεπόμενη επιχείρηση διαθέτει βιβλία γ΄ κατηγορίας και δεν διαθέτει τις προϋποθέσεις για μετατροπή σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ.1297/1972 και του ν.2166/1993. Η εισφερόμενη περιουσία της επιχείρησης εκτιμάται από την επιτροπή του άρθρου 9 του ν.2190/1920 ( ή πλέον και από ορκωτούς λογιστές, αν το θέλει η επιχείρηση) ώστε να ευρεθεί η καθαρή θέση της επιχείρησης που θα αποτελέσει το κεφάλαιο της νέας εταιρίας (Α.Ε ή Ε.Π.Ε). Στα μειονεκτήματά της διαδικασίας εντάσσεται η φορολόγηση της τυχόν προκύπτουσας υπεραξίας και της εισφοράς τυχόν υπαρχόντων ακινήτων.
2. Η χρήση του ν.δ. 1297/1972. Το εν λόγω νομικό διάταγμα, αν και σχετικά παλιό, έχει αποδεχτεί ιδιαίτερα χρήσιμο και αποτελεσματικό για επιχειρήσεις που διαθέτουν βιβλία β’ και γ΄κατηγορίας. Και στην περίπτωση αυτή απαιτείται εκτίμηση της εισφερόμενης περιουσίας από την Επιτροπή του άρθρου 9 (ή και από ορκωτούς λογιστές σύμφωνα με τη νεότερη νομοθεσία). Στα μεγάλα αβαντάζ της διαδικασίας αυτής συγκαταλέγεται η αναβολή της φορολόγησης της υπεραξίας (φορολογείται μόνο όταν διαλυθεί η επιχείρηση) και η μη φορολόγηση της εισφοράς ακινήτων που χρησιμοποιούνται ήδη από την μετατρεπόμενη επιχείρησης. Προϋποθέσεις ωστόσο για την εφαρμογή του ν.δ. 1297/1972 είναι το κεφάλαιο της νέας εταιρίας να ανέρχεται σε ποσό 146.750 ευρώ, αν πρόκειται για μετατροπή σε Ε.Π.Ε και σε 300.000 ευρώ, αν πρόκειται για μετατροπή σε Α.Ε, καθώς και η απαγόρευση της μεταβίβασης του 75% των εταιρικών μεριδίων ή μετοχών για μια πενταετία από την μετατροπή και η υποχρέωση ονομαστικοποίησής τους. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι προβλεπόμενες ευνοϊκές φορολογικές διατάξεις του ανωτέρω νομικού διατάγματος εφαρμόζονται και για τεχνικές εργοληπτικές επιχειρήσεις.
3. Η χρήση του ν.2166/1993. Με τον εν λόγω νόμο προβλέπεται απλώς η διαπίστωση της λογιστικής αξίας της μετατρεπόμενης επιχείρησης χωρίς εκτίμηση της πραγματικής αξίας της. Η «εκτίμηση» αυτή διενεργείται είτε από ορκωτούς ελεγκτές είτε από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. με τη μέθοδο της ενοποίησης των ισολογισμών. Και εν προκειμένω δεν φορολογείται η υπεραξία ούτε η εισφορά ακινήτων, ενώ παράλληλα δίδεται η δυνατότητα μεταφοράς ζημιών προηγουμένων ετών στον ισολογισμό της μετασχηματιζόμενης επιχείρησης. Προϋπόθεση για την εφαρμογή της διαδικασίας αυτής είναι η μετατρεπόμενη επιχείρηση να τηρεί βιβλία γ΄κατηγορίας για έναν τουλάχιστο χρόνο και το κεφάλαιο της νέας εταιρίας να ανέρχεται σε ποσό 146.750 ευρώ, αν πρόκειται για μετατροπή σε Ε.Π.Ε και σε 300.000 ευρώ, αν πρόκειται για μετατροπή σε Α.Ε. Επίσης δεν υπάρχει χρονικός ορίζοντας δέσμευσης εταιρικών μεριδίων ή μετοχών ή υποχρέωση ονομαστικοποίησής τους.
Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι με το ν.δ. 1297/1972 και το ν.2166/1993 δίδεται η δυνατότητα για τη λεγόμενη «καταχρηστική» μετατροπή εταιριών, δηλαδή η δυνατότητα μετατροπής μιας απλής ατομικής επιχείρησης χωρίς νομική προσωπικότητα σε Ε.Π.Ε ή Α.Ε. Η δυνατότητα αυτή είναι τεράστιας σημασίας, καθώς η μετατρεπομένη επιχείρηση απολαμβάνει τα φορολογικά πλεονεκτήματα που διαθέτει και μια Ο.Ε που μετατρέπεται σε Α.Ε. ή Ε.Π.Ε, παρότι δεν πρόκειται για κατά κυριολεξία μετατροπή κατά τη νομική έννοια του όρου.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί τόσο από νομικής όσο και από λογιστικής απόψεως ότι πλέον και κατά την εκτίμηση των εισφορών σε είδος και κατά την εκτίμηση της εισφερομένης περιουσίας κατά την μετατροπή δεν υπάρχει αναγκαστική προσκόλληση στην μέθοδο της εύρεσης της καθαρής θέσης. Ήδη το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους έχει δεχτεί ότι οποιαδήποτε αναγνωρισμένη λογιστικά και επιστημονικά τεκμηριωμένη μέθοδος αποτίμησης περιουσίας μπορεί να γίνει αποδεκτή από τη Νομαρχία κατά την εκτίμηση εισφορών σε είδος, συγχώνευση ή μετατροπή εταιριών, και όχι μόνο η μέθοδος της καθαρής θέσης που παραδοσιακά χρησιμοποιείται, δηλαδή μεταξύ άλλων και η μέθοδος discount cash –flow (μέθοδος προεξόφλησης ταμειακών ροών), η μέθοδος της υπερπροσόδου, η μέθοδος των δεικτών αγοράς, κλπ. Αυτή η μεταστροφή της διοικητικής πρακτικής δίνει μια δυναμική στην αποτίμηση της περιουσίας κατά την μετατροπή εταιριών δίνοντας την δυνατότητα στην επιχείρηση και στο οικονομικό και νομικό της επιτελείο να επιλέξει ανάμεσα σε μια πιο «στατική» (π.χ. μέθοδος της καθαρής θέσης) ή πιο «δυναμική» απεικόνιση της περιουσιακής της κατάστασης. Συμπερασματικά ο τρόπος κατάστρωσης μιας μετατροπής και η επιλογή του σωστού τύπου από νομικής και λογιστικής πλευράς, μπορεί να εξασφαλίσει την βελτιστοποίηση της επιχειρηματικής δράσης.
Πηγή: TAXHEAVEN