Αρθρο του κ. Παναγιώτη Θ. Ρέππα
Καταθέσεις χρημάτων σε εμπορικές εταιρείες, για μελλοντική αύξηση του κεφαλαίου τους. Αντιμετώπιση αυτών, από πλευράς τελών χαρτοσήμου, σε περίπτωση μη πραγματοποίησης της αύξησης του κεφαλαίου
Ι. Γενικά
1. Oι μετέχοντες σε εμπορικές εταιρείες εν γένει (O.Ε., Ε.Ε., Ε.Π.Ε., Α.Ε.), καθώς και άλλα πρόσωπα, καταθέτουν πολλές φορές στις εν λόγω εμπορικές εταιρείες διάφορα χρηματικά ποσά, είτε για προσωρινή ταμειακή τους διευκόλυνση, είτε για αύξηση του κεφαλαίου τους, με τα οποία (χρηματικά ποσά) πιστώνονται στη συνέχεια οι προσωπικοί τους λογαριασμοί.
2. Oι ανωτέρω χρηματικές καταθέσεις, οι οποίες αποδεικνύονται από σχετικές εγγραφές στα βιβλία των ανωτέρω εμπορικών εταιρειών:
α. Εάν είναι απλές χρηματικές καταθέσεις, οι οποίες γίνονται χωρίς μνεία της αιτίας κατάθεσής τους, υπόκεινται σε τέλος χαρτοσήμου 1% (πλέον εισφορά 20% υπέρ OΓΑ, ήτοι, σύνολο 1,20%), σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 5, περίπτωση γ, εδάφιο τέταρτο, του άρθρου 15 του Κώδικα Χαρτοσήμου.
β. Εάν γίνονται, για μελλοντική αύξηση του κεφαλαίου των ως άνω εμπορικών εταιρειών, δεν υπόκεινται σε τέλος χαρτοσήμου, ανεξάρτητα αν, για τις καταθέσεις αυτές είχε προηγηθεί ή όχι απόφαση του αρμόδιου οργάνου της εταιρείας, για μελλοντική αύξηση του κεφαλαίου της. Και τούτο, γιατί η αύξηση του κεφαλαίου εμπορικής εταιρείας, ως πράξη συνιστώσα αντικείμενο του φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίων, οποτεδήποτε γενόμενη, απαλλάσσεται από τα τέλη χαρτοσήμου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του περί Φόρου Συγκέντρωσης Κεφαλαίων Νόμου 1676/1986. Αντίθετη εκδοχή, περί επιβολής, δηλαδή, τέλους χαρτοσήμου στις καταθέσεις αυτές, θα προσέκρουε στο άρθρο 10 και στους σκοπούς της κοινοτικής περί φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίων Oδηγίας 69/335/1969 Ε.O.Κ. Έτσι, αποφάνθηκε επί του ανωτέρω θέματος το Συμβούλιο της Επικρατείας με την απόφασή του 1470/2002.
ΙΙ. Ειδικά
1. Από πλευράς Γενικού Λογιστικού Σχεδίου (Ν. 1041/1980 – Περί Ε.Γ.Λ.Σ.), οι χρηματικές καταθέσεις των μετόχων των ανωνύμων εταιρειών και των εταίρων των λοιπών εμπορικών εταιρειών (O.Ε., Ε.Ε., Ε.Π.Ε.), που προορίζονται, για μελλοντική αύξηση του κεφαλαίου τους, παρακολουθούνται στον Λογαριασμό 43 «Ποσά προορισμένα, για αύξηση του κεφαλαίου». Ειδικότερα:
α. Στον λογαριασμό 43.00 «καταθέσεις μετόχων» παρακολουθούνται οι καταθέσεις, που γίνονται από τους μετόχους ανώνυμης εταιρείας, για να καλυφθεί, ολικά ή μερικά, η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας. Η σχετική διαδικασία της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας πρέπει να ολοκληρωθεί, κατά νόμον, το αργότερο μέσα σε ένα έτος αφότου οι μέτοχοι καταθέσουν στην ανώνυμη εταιρεία τα σχετικά χρηματικά ποσά, που προορίζονται, για την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου.
– Σε περίπτωση μη πραγματοποίησης της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας εντός του έτους, τα σχετικά χρηματικά ποσά επιστρέφονται στους καταθέτες, μεταφερόμενα από τον ανωτέρω λογαριαμσό 43.00 στην πίστωση του ειδικού υπολογαριασμού του λογαριασμού 53 «πιστωτές διάφοροι», με χρέωση του οποίου καταβάλλονται στους μετόχους.
β. Στον λογαριασμό 43.01 «καταθέσεις εταίρων» παρακολουθούνται οι καταθέσεις, που γίνονται από τους εταίρους των λοιπών, εκτός από τις ανώνυμες εταιρείες, εμπορικών εταιρειών (O.Ε., Ε.Ε., Ε.Π.Ε.), για να καλυφθεί η προσεχής αύξηση του εταιρικού τους κεφαλαίου.
Η σχετική διαδικασία της αύξησης του εταιρικού κεφαλαίου των εν λόγω εμπορικών εταιρειών πρέπει να ολοκληρωθεί, κατά νόμον, το αργότερο μέσα σε ένα εξάμηνο αφότου οι εταίροι καταθέσουν στις ανωτέρω εταιρείες τα σχετικά χρηματικά ποσά, που προορίζονται, για την αύξηση του εταιρικού τους κεφαλαίου.
– Σε περίπτωση μη πραγματοποίησης της αύξησης του εταιρικού κεφαλαίου των ως άνω εμπορικών εταιρειών εντός του εξαμήνου, τα σχετικά χρηματικά ποσά επιστρέφονται στους καταθέτες, μεταφερόμενα από τον ανωτέρω λογαριασμό 43.01 στην πίστωση του ειδικού λογαριασμού 53.14 «βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις προς εταίρους και διοικούντες», με χρέωση του οποίου καταβάλλονται στους εταίρους.
2. Ενόψει της προαναφερόμενης αντιμετώπισης, από πλευράς Γενικού Λογιστικού Σχεδίου, των χρηματικών καταθέσεων, που προορίζονται, για μελλοντική αύξηση του κεφαλαίου των εμπορικών εταιρειών (O.Ε., Ε.Ε., Ε.Π.Ε., Α.Ε.), ενδέχεται να δημιουργηθούν στην πράξη ερωτηματικά, ως προς την οφειλή ή μη τέλους χαρτοσήμου στις εξής δύο περιπτώσεις, ήτοι:
α. Στην περίπτωση της επιστροφής από τις εταιρείες στους καταθέτες των σχετικών χρηματικών ποσών, λόγω της μη πραγματοποίησης της αύξησης του κεφαλαίου τους, δια μεταφοράς των χρηματικών αυτών ποσών στους οικείους λογαριασμούς του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου, και
β. Στην περίπτωση της μη επιστροφής από τις εταιρείες στους καταθέτες των σχετικών χρηματικών ποσών, λόγω της μη πραγματοποίησης της αύξησης του κεφαλαίου τους, δια της μη μεταφοράς των χρηματικών αυτών ποσών στους οικείους λογαριασμούς του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του Νόμου 1041/1980 «περί Ελληνικού Γενικού Λογιστικού Σχεδίου», με συνέπεια οι εμπορικές ως άνω εταιρείες να εκμεταλλεύονται, προς όφελός τους, τα χρηματικά αυτά ποσά, για μεγάλο χρονικό διάστημα, το οποίο μπορεί να υπερβεί ακόμη και το ένα έτος.
– Κατ εφαρμογή των ανωτέρω, οι παραπάνω περιπτώσεις θα πρέπει να τύχουν, κατά τη γνώμη μας, της παρακάτω αντιμετώπισης, από πλευράς τελών χαρτοσήμου. Ειδικότερα:
– Περίπτωση πρώτη. Σε περίπτωση επιστροφής από τις εταιρείες στους καταθέτες των σχετικών χρηματικών ποσών, λόγω της μη πραγματοποίησης της αύξησης του κεφαλαίου τους, δια μεταφοράς των χρηματικών αυτών ποσών στους οικείους λογαριασμούς του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου, δεν δημιουργείται, κατά τη γνώμη μας, εξ αιτίας της μεταφοράς αυτής, υποχρέωση καταβολής τέλους χαρτοσήμου, για τους εξής λόγους: (α) Η κατάθεση χρημάτων, για την υπαγωγή της σε τέλος χαρτοσήμου, και ειδικότερα στο τέλος χαρτοσήμου 1% της διάταξης του άρθρου 15 παρ. 5γ, εδάφιο τέταρτο του Κώδικα Χαρτοσήμου, προϋποθέτει συμφωνία, δηλαδή, σύμβαση, μεταξύ της εταιρείας και του καταθέτη μετόχου, εταίρου ή τρίτου, πράγμα, που δεν συμβαίνει στις ανωτέρω περιπτώσεις, επειδή η μεταφορά των χρηματικών ποσών στους οικείους, κατά περίπτωση, λογαριασμούς δεν γίνεται κατόπιν συμφωνίας, προϋπόθεση απαραίτητη, κατά νόμον (Κ.Τ.Χ.), για τον χαρακτηρισμό των μεταφερόμενων χρηματικών ποσών, ως νέων χρηματικών καταθέσεων, αλλά υποχρεωτικά, κατ επιταγή νόμου (Ν. 1041/1980 – Περί Ε.Γ.Λ.Σ.), ως αναγκαία συνέπεια της μη πραγματοποίησης της αύξησης του κεφαλαίου των εταιρειών αυτών, δια των προηγηθεισών χρηματικών καταθέσεων, για το σκοπό αυτό. (β) Η, κατά τ ανωτέρω, κατ επιταγή νόμου και όχι δι ιδιαίτερης συμφωνίας, μεταφορά, δια λογιστικής εγγραφής, των χρηματικών ποσών σε άλλον λογαριασμό, διαφορετικό από εκείνον, που είχαν καταχωρηθεί αρχικά, δεν επέχει θέση νέας χρηματικής κατάθεσης, αφού δεν έχει προηγηθεί ειδική σχετική συμφωνία προς τούτο, αλλά απλής επιστροφής των κατατεθέντων χρημάτων από την εταιρεία στους καταθέτες αυτών μετόχους, εταίρους ή τρίτους, εξαιτίας της ματαίωσης της αύξησης του κεφαλαίου της, η οποία (επιστροφή χρημάτων), γενόμενη, δια πιστώσεως των σχετικών λογαριασμών στο όνομα των δικαιούχων, δεν υπόκειται, όπως προαναφέρθηκε, σε τέλος χαρτοσήμου, ελλείψει σχετικής διάταξης νόμου.(1)
– Περίπτωση δεύτερη. Σε περίπτωση της μη επιστροφής από τις εταιρείες στους καταθέτες των σχετικών χρηματικών ποσών, λόγω της μη πραγματοποίησης της αύξησης του κεφαλαίου τους, δια της μη μεταφοράς των χρηματικών αυτών ποσών στους οικείους λογαριασμούς του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του Ν. 1041/1980 «περί Ελληνικού Γενικού Λογιστικού Σχεδίου», δημιουργείται, κατά τη γνώμη μας, εξαιτίας της μη μεταφοράς αυτής, υποχρέωση καταβολής τέλους χαρτοσήμου, και ειδικότερα του τέλους χαρτοσήμου 1% της διάταξης του άρθρου 15 παρ. 5γ, εδάφιο τέταρτο, του Κώδικα Χαρτοσήμου, επειδή οι ανωτέρω χρηματικές καταθέσεις, μετά την πάροδο του έτους επί ανωνύμων εταιρειών και του εξαμήνου επί των λοιπών εταιρειών (O.Ε., Ε.Ε., Ε.Π.Ε.), δεν θεωρούνται, πλέον, ως καταθέσεις γενόμενες επί σκοπώ αυξήσεως κεφαλαίου, αλλά ως απλές καταθέσεις, επειδή η μη ανάληψη αυτών, εκ μέρους των καταθετών, συνιστά σιωπηρή συναίνεση αυτών, ως προς την παραμονή των εν λόγω χρηματικών καταθέσεων στην εταιρεία, επί σκοπώ ταμειακής της διευκόλυνσης. Εξαιρετικά, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μη σιωπηρή συναίνεση του καταθέτη η περίπτωση, κατά την οποία αυτός, αμέσως μετά τη λήξη του έτους ή του εξαμήνου, κατά περίπτωση, ή, εντός ευλόγου μικρού χρονικού διαστήματος από τη λήξη του έτους ή του εξαμήνου, αξίωσε, εξωδίκως ή δικαστικώς, την επιστροφή από την εταιρεία των κατατεθέντων υπ αυτού σ αυτή χρημάτων και μάλιστα εντόκως. Η εξαίρεση, πάντως, αυτή, ως θέμα πραγματικό, θα πρέπει να εξετάζεται προσεκτικά σε κάθε περίπτωση χωριστά.
3. Σημειώνεται, ότι τα ανωτέρω τυγχάνουν εφαρμογής όχι μόνο στην περίπτωση, που οι καταθέσεις χρημάτων σε εμπορικές εταιρείες (O.Ε., Ε.Ε., Ε.Π.Ε., Α.Ε.), επί σκοπώ αυξήσεως του κεφαλαίου τους, γίνονται από μετόχους επί ανωνύμων εταιρειών ή από εταίρους επί των λοιπών εμπορικών εταιρειών (O.Ε., Ε.Ε., Ε.Π.Ε.), αλλά και στην περίπτωση, που οι καταθέσεις αυτές γίνονται στις εταιρείες από τρίτους (φυσικά ή νομικά πρόσωπα) μη μετόχους ή εταίρους των εν λόγω εμπορικών εταιρειών. Τούτο, δε, έχει γίνει δεκτό και με την προαναφερόμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας αριθ. 1470/2002.
Πηγή: ΛΟΓΙΣΤΗΣ