Ενα βήμα πιο κοντά στα ηλεκτρονικά τιμολόγια.
Monday July 04, 2011 10:30 AM
Με την ηλεκτρονική τιμολόγηση θα καταπολεμηθεί η φοροδιαφυγή (μη απόδοση ΦΠΑ, πλαστά παραστατικά), ενώ για την αγορά θα σημάνει εξοικονόμηση κόστους 1,2 δισ. ευρώ καθώς οι επιχειρήσεις δε θα είναι υποχρεωμένες να διατηρούν αποθήκες για την αρχειοθέτησή τους και θα μειώνουν δραστικά το χρόνο ενασχόλησης με την παραδοσιακή τιμολόγηση.
Στην άρση των γραφειοκρατικών εμποδίων για την καθιέρωση των ηλεκτρονικών τιμολογίων στις συναλλαγές που κάνουν οι επιχειρήσεις μεταξύ τους, αλλά και με το Δημόσιο προχωρά η κυβέρνηση.
Με την ηλεκτρονική τιμολόγηση θα καταπολεμηθεί η φοροδιαφυγή (μη απόδοση ΦΠΑ, πλαστά παραστατικά), ενώ για την αγορά θα σημάνει εξοικονόμηση κόστους 1,2 δισ. ευρώ καθώς οι επιχειρήσεις δεν θα είναι υποχρεωμένες να διατηρούν αποθήκες για την αρχειοθέτησή τους και θα μειώνουν δραστικά το χρόνο ενασχόλησης με την παραδοσιακή τιμολόγηση.
Σύμφωνα με πληροφορίες του "Έθνους" σχετική πρωτοβουλία έχει αναλάβει ο υπουργός Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας Μ. Χρυσοχοϊδης που έγινε αποδέκτης αιτημάτων και προτάσεων επιχειρηματιών, μεταξύ αυτών και του ΣΕΒ. Έχει ήδη κάνει επαφές με τους συναρμόδιους υπουργούς Οικονομικών Ευ. Βενιζέλο και Διοικητικής Μεταρρύθμισης Δ. Ρέππα.
Το θέμα χειρίζονται ο γενικός γραμματέας Εμπορίου Σ. Κομνηνός και ο υφυπουργός Π. Τζωρτζάκης σε συνεργασία με το υπουργείο Οικονομικών, που ετοιμάζει σχετική εγκύκλιο (ΠΟΛ).
Το πρώτο και κυριότερο βήμα που αναμένεται να ορίζεται με τη σχετική εγκύκλιο θα είναι η κατάργηση της υποχρέωσης έκδοσης έντυπων δελτίων αποστολής και να δίνεται η δυνατότητα της ηλεκτρονικής. Επίσης, το δεύτερο βήμα θα είναι η υποχρέωση της συναλλαγής δημοσίου – επιχειρήσεων με ηλεκτρονικά τιμολόγια (κρατικές προμήθειες).
Όπως αναφέρουν πηγές στο "Έθνος' κάθε χρόνο εκδίδονται 250 εκατομμύρια τιμολόγια εξ αυτών μόλις τα 7 εκατομμύρια ηλεκτρονικά.
Αν και με κοινοτική οδηγία που έχει ισχύ από το 2004 υπάρχει η υποχρέωση εφαρμογής της ηλεκτρονικής τιμολόγησης, εντούτοις στη χώρα μας σωρεία εμποδίων και φορολογικών ασαφειών αλλά και τα ελλιπή μηχανοργωμένα συστήματα των φορολογικών υπηρεσιών αποθαρρύνουν τους επιχειρηματίες.
Πρόσφατη μελέτη του ΣΕΒ έχει εντοπίσει τα αντικίνητρα:
1. Δεν υπάρχει ηλεκτρονική διασύνδεση κρατικών φορέων (π.χ. ΓΓΠΣ) με τους εκδότες παραστατικών (τιμολογίων και δελτίων αποστολής) και συνεπώς δεν μπορεί να γίνει άμεση διασταύρωση στοιχείων, να ελεγχθεί η ροή του ΦΠΑ και να υπάρξει αυτόματος και άμεσος έλεγχος τιμολογίων.
2.Ασάφειες ως προς την εξίσωση ηλεκτρονικού και έγχαρτου τιμολογίου, το πλαίσιο ψηφιακών υπογραφών, και ως προς τις διαδικασίες έκδοσης τιμολογίων και ελέγχου.
3. Διατήρηση του δελτίου αποστολής στην παραδοσιακή έντυπη μορφή.
4. Ασυμβατότητα με πρότυπα προηγμένων ηλεκτρονικών υπογραφών.
· Ο σχεδιασμός έως σήμερα αποτελεί μια κλειστή λύση για την Ελλάδα και δεν έχει ακολουθήσει μια προτυποποιημένη μέθοδο υλοποίησης των ηλεκτρονικών υπογραφών
· Δεν διασφαλίζεται η διαλειτουργικότητα τόσο σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο, ειδικότερα στην περίπτωση συναλλαγών που περιλαμβάνουν ΦΠΑ
Μείωση κατά 60% του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων θα σημάνει η καθολική εφαρμογή της ηλεκτρονικής τιμολόγησης.
Σύμφωνα με έρευνα του ΣΕΒ για μία εταιρία που απασχολεί 5.000 άτομα προσωπικό η έκδοση ενός τιμολογίου με τον παραδοσιακό τρόπο κοστίζει 11,10 ευρώ. Συμπεριλαμβάνονται εκτύπωση- δημιουργία φακέλου και αποστολή (3,90 ευρώ), υπενθυμίσεις πληρωμών (0,50 ευρώ), οικονομική διαχείριση (4,50 ευρώ), αρχειοθέτηση (2,20 ευρώ).
Με την ηλεκτρονική τιμολόγηση το κόστος της επιχείρησης κατεβαίνει στα 4,70 ευρώ.
Το ίδιο τιμολόγιο στον παραλήπτη κοστίζει 17,60 ευρώ. Συμπεριλαμβάνονται η λήψη (1,10 ευρώ), εισαγωγή κωδικοποιήσεων (3 ευρώ), επικύρωση και διασταύρωση (4 ευρώ), διαχείριση διαφωνιών (2,50 ευρώ), πληρωμές – οικονομική διαχείριση (4,80 ευρώ), αρχειοθέτηση (2,20 ευρώ) κ.ο.κ. Με την ηλεκτρονική τιμολόγηση το κόστος του παραλήπτη μειώνεται στα 6,70 ευρώ.
Το συνολικό κόστος για την αγορά με την παραδοσιακή τιμολόγηση είναι 1,7 δισ. ευρώ, και με την ηλεκτρονική πέφτει στα 600 εκατ. ευρώ.
Πηγή: ΗΜΕΡΗΣΙΑ