Ένα οικοσύστημα συχνά αλληλεξαρτώμενων ψηφιακών τεχνολογιών εξελίσσεται με ταχείς ρυθμούς τα τελευταία έτη, οδηγώντας σε σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές. Οι ραγδαία αναπτυσσόμενες ψηφιακές τεχνολογίες έχουν το δυναμικό να αυξήσουν κατακόρυφα την παραγωγικότητα της οικονομίας, παρέχοντας οικονομίες κλίμακας και φάσματος σε πολλές παραγωγικές δραστηριότητες, και ακολούθως να ενισχύσουν σημαντικά την οικονομική ανάπτυξη στα επόμενα χρόνια και μακροπρόθεσμα. Σε αυτό το ρεύμα τεχνολογικής εξέλιξης στηρίζεται και η ανάπτυξη του πυλώνα Τηλεπικοινωνιών και Ψηφιακής Αναβάθμισης (ΤΨΑ). Η διάρθρωσή του είναι παρόμοια με εκείνη του πυλώνα Τεχνολογιών Πληροφοριών και Επικοινωνίας (ΤΠΕ), ωστόσο περιλαμβάνει περισσότερες δραστηριότητες εμπορίου πληροφοριακών συσκευών και λογισμικού, οι οποίες αναπτύσσονται με ραγδαίο ρυθμό, κατόπιν των ιδιαίτερων συνθηκών και αναγκών λόγω της πανδημίας του COVID-19.
Η συμβολή του πυλώνα ΤΨΑ στην ελληνική οικονομία, σε όρους ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας παραγωγής είχε αρχίσει να αυξάνεται πριν την πανδημία, φθάνοντας το 2,5% το 2018 και το 2,3% το 2019, από 2,2% κατά μέσο όρο το 2011-2017. Στη διετία 2020-2021 αυξήθηκε σημαντικά, στο 3,3% και 3,5% αντίστοιχα, εξαιτίας των επιδράσεων της πανδημίας του COVID-19, που αύξησαν κατά πολύ το προϊόν του κλάδου Τηλεπικοινωνιών, ο οποίος είναι ο μεγαλύτερος του πυλώνα, λόγω των μέτρων
κοινωνικής αποστασιοποίησης (τηλεργασία, τηλεκπαίδευση, κ.ά.). Πάρα αυτήν την αύξηση, η συμβολή του πυλώνα ΤΨΑ στην ελληνική οικονομία το 2011-2021 ήταν σαφώς χαμηλότερη από το μέσο όρο στην ΕΕ, στο 2,4% έναντι 3,5%, διαφορά η οποία στην πραγματικότητα είναι μεγαλύτερη λόγω ελλείψεων στοιχείων προστιθέμενης αξίας για ορισμένες δραστηριότητες σε επίπεδο ΕΕ.
Βάσει των κριτηρίων του δείκτη Δείκτης Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (δείκτης DESI) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα είναι τουλάχιστον από το 2014 ουραγός στον ψηφιακό μετασχηματισμό. Παρά την πρόοδο που σημειώθηκε στην εξαετία 2017–2022 σε απόλυτους όρους, η Ελλάδα παρέμεινε στο χαμηλότερο τεταρτημόριο της σχετικής κατάταξης σε όλες τις επιμέρους
κατηγορίες, καθώς η ΕΕ συνέχισε να ψηφιοποιείται με ταχείς ρυθμούς, με αποτέλεσμα η χώρα μας να βρίσκεται σταθερά μεταξύ των τριών χωρών με τις χαμηλότερες επιδόσεις στο γενικό δείκτη DESI. Κατά την πανδημική περίοδο, σημειώθηκε πρόοδος στην ψηφιοποίηση του δημόσιου τομέα, με αποτέλεσμα, από το 73% του μέσου όρου στην ΕΕ και την 26η θέση το 2019 στο γενικό δείκτη του eGovernment Benchmark, η Ελλάδα να φτάσει στο 89% και την 21η θέση το 2023. Στον αντίποδα, παραμένει χαμηλή η ψηφιοποίηση των ΜμΕ και πολύ περιορισμένη η χρήση τεχνολογιών αιχμής από τις ελληνικές επιχειρήσεις ανεξαρτήτως μεγέθους. Το 2021, το 38% των ΜμΕ εγχωρίως είχε υιοθετήσει έστω και βασικές ψηφιακές τεχνολογίες, έναντι 55% στην ΕΕ, ενώ το 15% όλων των επιχειρήσεων εκμεταλλεύονταν την τεχνολογία του υπολογιστικού νέφους (ΕΕ: 34%) και μόλις 3% τις δυνατότητες
που προσφέρει η τεχνητή νοημοσύνη-ΑΙ (ΕΕ: 8%). Δύο χρόνια μετά, η απόσταση παρέμενε, τόσο στην ψηφιοποίηση των ΜμΕ (43% έναντι 58% στην ΕΕ), καθώς και στη χρήση του υπολογιστικού νέφους (18% έναντι 39%) και της ΑΙ (4% έναντι 8%).
Συγγραφείς
Μιχάλης Βασιλειάδης
Ερευνητής Οικονομολόγος
Δρ. Θεόδωρος Ράπανος
Ερευνητής Οικονομολόγος
Δρ. Κωνσταντίνος Πέππας
Ερευνητής Οικονομολόγος