Σύμφωνα με το Ν. 4548/2018, προβλέπονται δύο βασικές κατηγορίες για τη μεταβίβαση μετοχών ανώνυμης εταιρείας: η μεταβίβαση με ειδική διαδοχή και λόγω καθολικής διαδοχής. Ειδικότερα:
Μεταβίβαση των μετοχών με ειδική διαδοχή
Σύμφωνα με τον παραπάνω Νόμο, οι μετοχές είναι ελεύθερα μεταβιβάσιμες. Το ίδιο ισχύει και κατά το στάδιο της εκκαθάρισης ή υπαγωγής της εταιρείας σε συλλογική διαδικασία.
Η μεταβίβαση των μετοχών γίνεται με καταχώρηση στο βιβλίο μετόχων. Η καταχώριση χρονολογείται και υπογράφεται από τον μεταβιβάζοντα μέτοχο και τον αποκτώντα ή τους πληρεξουσίους τους.
Ύστερα από κάθε μεταβίβαση εκδίδεται νέος τίτλος ή επισημειώνονται από την εταιρεία επί του υπάρχοντος τίτλου, εφόσον έχει εκδοθεί, η μεταβίβαση που έγινε και τα στοιχεία του αποκτώντος που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο.
Μεταβίβαση των μετοχών λόγω καθολικής διαδοχής
Σε περίπτωση καθολικής ή οιονεί καθολικής διαδοχής επί μετοχών, ο διάδοχος εγγράφεται στο βιβλίο μετόχων, μόλις προσκομιστούν με την επιμέλεια όποιου έχει έννομο συμφέρον στην εταιρεία ή, κατά περίπτωση, στο πρόσωπο που τηρεί το βιβλίο ή το μητρώο ή το λογαριασμό αξιών, τα έγγραφα που αποδεικνύουν τη διαδοχή.
Τα παραπάνω ισχύουν τόσο για τις κοινές όσο και για τις προνομιούχες ή/και τις εξαγοράσιμες μετοχές.
Συστατικός Τύπος Μεταβίβασης
Από τις διατάξεις του Νόμου προκύπτει, ότι η μετοχή της ανώνυμης εταιρίας είναι δηλωτική τόσο του μεριδίου του εταιρικού κεφαλαίου όσο και του δικαιώματος συμμετοχής στην εταιρεία και, επιπλέον, είναι πράγμα κινητό και αξιόγραφο, ως πράγμα δε, είναι αντικείμενο κυριότητας και ενσωματώνει τη μετοχική σχέση, η οποία ακολουθεί το εμπράγματο δικαίωμα επί του τίτλου.
Η μεταβίβαση της μετοχής ως κινητού πράγματος, και δη αξιόγραφου, στο οποίο ενσωματώνεται η εταιρική ιδιότητα, ανεξάρτητα από την εγγραφή στο ειδικό βιβλίο της εταιρίας, επέρχεται κατ’ άρθρο 1034 ΑΚ με την παράδοση της μετοχής από τον κύριο σε αυτόν που την αποκτά και συμφωνία μεταξύ τους για τη μετάθεση της κυριότητας (ΑΠ 545/2019).
Αντίθετα, η Φορολογική νομοθεσία επιβάλλει έγγραφο τύπο και δη Ιδιωτικό Έγγραφο (συμφωνητικό).
Από το συνδυασμό των παραπάνω, συνάγεται, αφενός μεν, ότι ο επιβαλλόμενος (έγγραφος) τύπος για τη μεταβίβαση μετοχών δια συμβάσεως ή κληρονομικής διαδοχής, δεν είναι συστατικός, αλλά αποδεικτικός, αφετέρου δε, ότι η προβλεπόμενη ακυρότητα της μεταβίβασης σε περίπτωση μη τηρήσεως αυτού, ισχύει μόνον έναντι των φορολογικών αρχών και όχι στις μεταξύ των μερών σχέσεις (βλ. ΑΠ 1963/2014).
Μεταβίβαση Υπό Αίρεση
Περαιτέρω, παρότι η μεταβίβαση των ονομαστικών μετοχών είναι σύμβαση αφηρημένη ή αναιτιώδης, τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να εξαρτήσουν τη μετάθεση της κυριότητας από την ύπαρξη και το κύρος της ενοχικής αιτίας, την οποία, ρητά η σιωπηρά, τάσσουν ως αναβλητική ή διαλυτική αίρεση της δικαιοπραξίας.
Στην περίπτωση αυτή, κατά την έννοια του άρθρου 201 του Αστικού Κώδικα, η πλήρωση της αίρεσης και η εντεύθεν μετάθεση της κυριότητας επέρχεται αυτοδίκαια, μόλις συμβεί το γεγονός από το οποίο έχουν εξαρτηθεί τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας, ενώ η αίρεση ματαιώνεται ή ατονεί, εφόσον το συγκεκριμένο γεγονός δεν επήλθε και είναι βέβαιο ότι δεν πρόκειται να επέλθει, επειδή παρήλθε ο χρόνος ή απέβη ανέφικτο ή εξέλιπαν οι προϋποθέσεις επέλευσης αυτού.
Η πλήρωση ή ματαίωση της αίρεσης δεν αποτελεί στοιχείο του πραγματικού της δικαιοπραξίας και έτσι αυτή έχει τελειωθεί, είναι δηλαδή πλήρης, άσχετα με το αν τελεί υπό αίρεση. Ενώ όμως η δικαιοπραξία είναι πλήρης, η ενέργειά της είναι μετέωρη, εφόσον δε ματαιωθεί η αίρεση, η δικαιοπραξία θεωρείται ως μηδέποτε γενομένη και αποσβήνεται το δικαίωμα προσδοκίας του υπό αίρεση δικαιούχου (ΑΠ 153/2013).
Φορολόγηση Μεταβίβασης Μετοχών
Σύμφωνα με τη παράγραφο 1 του άρθρου 42 του Ν. 4172/2013 (ΚΦΕ) :
“1. Κάθε εισόδημα που προκύπτει από υπεραξία μεταβίβασης των ακόλουθων τίτλων, καθώς και μεταβίβασης ολόκληρης επιχείρησης, υπόκειται σε φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων:
α) μετοχές σε εταιρεία μη εισηγμένη σε χρηματιστηριακή αγορά,
(…)
Ως μεταβίβαση νοείται και η εισφορά των ανωτέρω τίτλων για την κάλυψη ή αύξηση κεφαλαίου εταιρείας”.
Ταυτόχρονα ορίζεται ότι ως υπεραξία νοείται η διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης που κατέβαλε ο φορολογούμενος και της τιμής πώλησης που εισέπραξε. Τυχόν δαπάνες που συνδέονται άμεσα με την αγορά ή την πώληση των τίτλων συμπεριλαμβάνονται στην τιμή κτήσης και την τιμή πώλησης”.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5 του ίδιου άρθρου:
“Σε περίπτωση μεταβίβασης μη εισηγμένων τίτλων, η τιμή πώλησης προσδιορίζεται με βάση την αξία των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας που εκδίδει τους μεταβιβαζόμενους τίτλους κατά το χρόνο της μεταβίβασης ή το τίμημα ή αγοραία αξία που αναγράφεται στη σύμβαση μεταβίβασης, εφόσον αυτό είναι υψηλότερο.
Η τιμή κτήσης προσδιορίζεται με βάση την αξία των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας που εκδίδει τους μεταβιβαζόμενους τίτλους κατά το χρόνο απόκτησης ή το τίμημα που αναγράφεται στη σύμβαση μεταβίβασης κατά το χρόνο της απόκτησης των τίτλων, εφόσον οποιοδήποτε από τα ανωτέρω είναι χαμηλότερο.
Ως τιμή κτήσης για τίτλους που έχουν αποκτηθεί λόγω κληρονομικής διαδοχής ή μεταβίβασης με χαριστική αιτία, λαμβάνεται η αξία βάσει της οποίας υπολογίστηκε ο φόρος κληρονομιάς, δωρεάς ή γονικής παροχής ή χορηγήθηκε απαλλαγή από αυτόν.
Αν η τιμή κτήσης δεν μπορεί να προσδιορισθεί θεωρείται ότι είναι μηδενική. Για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής, για τον προσδιορισμό της τιμής κτήσης λαμβάνονται υπόψη οι εταιρικές πράξεις που έχουν λάβει χώρα μέχρι το χρόνο της μεταβίβασης. Σε περίπτωση διαδοχικών αποκτήσεων τίτλων, ως τιμή κτήσης λαμβάνεται η μέση τιμή κτήσης που προκύπτει από τη συνολική αξία κτήσης των τίτλων δια της συνολικής ποσότητας αυτών.
Σε περίπτωση κατά την οποία ο προσδιορισμός της υπεραξίας σύμφωνα με τις ανωτέρω παραγράφους καταλήγει σε αρνητικό ποσό, η εν λόγω ζημία μεταφέρεται για τα επόμενα 5 έτη και συμψηφίζεται μόνο με μελλοντικά κέρδη υπεραξίας, και τα οποία προκύπτουν από συναλλαγές σε τίτλους”.
Τα παραπάνω ισχύουν για μετοχές μεμονωμένων εταιρειών και όχι για μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια, των οποίων η υπεραξία κατά τη μεταβίβαση παραμένει αφορολόγητη.
Φορολογικός συντελεστής
Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 43 του ΚΦΕ, το εισόδημα από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου φορολογείται με συντελεστή 15%.