Οι διατάξεις του Π.Δ 178/2002 (προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1998) θέτουν μέτρα προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης. Οι διατάξεις του εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων σε άλλον εργοδότη (άρθρο 1).
Κατά το Π.Δ 178/2002, ως μεταβίβαση επιχείρησης θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας (άρθρο 2).
Στο πεδίο εφαρμογής του διατάγματος εμπίπτουν οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας είτε είναι αορίστου, είτε ορισμένου χρόνου και ανεξάρτητα από τον χρόνο απασχόλησης των μισθωτών (άρθρο 3).
Στην περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης, ο διάδοχος εργοδότης υπεισέρχεται αυτοδικαίως στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις ενεργές συμβάσεις του παλαιού (μεταβιβάζοντος) εργοδότη έναντι των εργαζομένων της επιχείρησης, δεδομένου ότι οι ανωτέρω υποχρεώσεις θεωρούνται ως αναπόσπαστο μέρος της επιχειρήσεως και βαρύνουν και τον νέο εργοδότη. Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο μεταβιβάζων εργοδότης και μετά τη μεταβίβαση ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον διάδοχο για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι το χρόνο φυσικά που αναλαμβάνει ο διάδοχος .
Ο νέος εργοδότης δεν έχει το δικαίωμα να μεταβάλει σε βάρος των εργαζομένων ευνοϊκούς όρους που είχαν συμφωνηθεί με τον προκάτοχό του υποχρεούται να διατηρήσει και να σεβαστεί τα ήδη υφιστάμενα δικαιώματα των εργαζομένων και να τηρήσει τους υφιστάμενους όρους εργασίας που προβλέπονται από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας (άρθρο 4).
Η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης δεν συνιστά αυτή καθ’ αυτή λόγο απόλυσης εργαζομένων.
Αν η σύμβαση εργασίας ή η εργασιακή σχέση καταγγελθεί λόγω του ότι η μεταβίβαση συνεπάγεται ουσιαστική μεταβολή των όρων εργασίας σε βάρος του εργαζόμενου, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ή της εργασιακής σχέσης θεωρείται ότι επήλθε εξαιτίας του εργοδότη (άρθρο 5).
Τα άρθρα 4 και 5 του εν λόγω διατάγματος δεν εφαρμόζονται στη μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, όταν ο μεταβιβάζων ευρίσκεται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας, η οποία κινήθηκε με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος και σύμφωνα με διαδικασίες που διεξάγονται υπό την εποπτεία της κατά περίπτωση αρμόδιας Αρχής.
Σε κάθε περίπτωση ο μεταβιβάζων και ο διάδοχος υποχρεούνται να πληροφορούν τους εκπροσώπους των εργαζομένων τους, που θίγονται από μία μεταβίβαση, για τα ακόλουθα σημεία:
- την ημερομηνία ή την προτεινόμενη ημερομηνία μεταβίβασης,
- τους λόγους της μεταβίβασης,
- τις νομικές, οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες για τους εργαζόμενους από τη μεταβίβαση,
- τα προβλεπόμενα μέτρα όσον αφορά τους εργαζόμενους.
Ο μεταβιβάζων υποχρεούται να γνωστοποιεί αυτές τις πληροφορίες στους εκπροσώπους των εργαζομένων του, εγκαίρως, πριν από την πραγματοποίηση της μεταβίβασης.
Ο διάδοχος υποχρεούται να γνωστοποιεί αυτές τις πληροφορίες στους εκπροσώπους των εργαζομένων του, εγκαίρως, και οπωσδήποτε πριν οι εργαζόμενοί του θιγούν άμεσα από τη μεταβίβαση, ως προς τις συνθήκες απασχόλησης και εργασίας τους (Π.Δ. 178/2006). Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν εκπρόσωποι των εργαζομένων, για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή τους, ο εργοδότης υποχρεούται να ενημερώσει εγγράφως, εγκαίρως, συγχρόνως και εκ των προτέρων όλους τους εργαζομένους(άρθρο 8).
Οι διατάξεις του Π.Δ. 178/2002 συνιστούν κανόνες υποχρεωτικής εφαρμογής (δημόσιας τάξης) οι οποίοι ισχύουν ανεξάρτητα από την θέληση των εμπλεκόμενων μερών. Συνεπώς, είναι απολύτως άκυρη κάθε συμφωνία μεταξύ εργοδότη και μισθωτού περί μη εφαρμογής των προστατευτικών αυτών διατάξεων, καθώς και κάθε συμφωνία με άλλο αντικείμενο, η οποία όμως τείνει ή άγει στο ίδιο αποτέλεσμα.