Η καταγγελία της αορίστου χρόνου συμβάσεως εργασίας διακρίνεται σε άτακτη και τακτική καταγγελία.
Άτακτη είναι η καταγγελία που γίνεται χωρίς προειδοποίηση, οπότε η λύση της σχέσης εργασίας επέρχεται άμεσα.
Τακτική είναι η καταγγελία με προειδοποίηση (προμήνυση), η οποία επιφέρει λύση της εργασιακής σχέσης μετά την πάροδο ορισμένης προθεσμίας από τότε που θα κοινοποιηθεί στον εργαζόμενο.
Ο χρόνος προειδοποίησης των εργαζομένων με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, διάρκειας πέραν των δώδεκα (12) μηνών, ορίζεται ως εξής:
- Για εργαζόμενους που έχουν υπηρετήσει από δώδεκα (12) συμπληρωμένους μήνες έως δύο (2) έτη, απαιτείται προειδοποίηση ενός (1) μηνός πριν την απόλυση.
- Για εργαζόμενους που έχουν υπηρετήσει από δύο (2) έτη συμπληρωμένα έως πέντε (5) έτη, απαιτείται προειδοποίηση δύο (2) μηνών πριν την απόλυση.
- Για εργαζόμενους που έχουν υπηρετήσει από πέντε (5) έτη συμπληρωμένα έως δέκα (10) έτη απαιτείται προειδοποίηση τριών (3) μηνών πριν την απόλυση.
- Για εργαζόμενους που έχουν υπηρετήσει από δέκα (10) έτη συμπληρωμένα και άνω απαιτείται προειδοποίηση τεσσάρων (4) μηνών πριν την απόλυση.
Ο εργοδότης που προειδοποιεί εγγράφως τον εργαζόμενο κατά τα ανωτέρω, καταβάλλει στον απολυόμενο το ήμισυ της αποζημίωσης απόλυσης για καταγγελία χωρίς προειδοποίηση. Για τον υπολογισμό της αποζημίωσης απόλυσης, η οποία καταβάλλεται κατά τη λήξη του χρόνου προειδοποίησης, λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος υπηρεσίας από την ημέρα πρόσληψης μέχρι την προειδοποίηση και όχι ο χρόνος από την προειδοποίηση μέχρι την απόλυση.
Διευκρινίζεται ότι η απασχόληση με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου λογίζεται ως απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου για τους πρώτους δώδεκα (12) μήνες από την ημέρα ισχύος της και η οποία μπορεί να καταγγελθεί χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση απόλυσης, εκτός κι αν άλλο συμφωνήσουν τα μέρη (άρθρο 17 του Ν. 3899/2010).
Με την κοινοποίηση της καταγγελίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας με προειδοποίηση, ο εργοδότης δύναται να απαλλάξει τον εργαζόμενο από την υποχρέωση παροχής της εργασίας του, μερικώς ή πλήρως. Στην περίπτωση αυτήν, οι αποδοχές του εργαζόμενου καταβάλλονται πλήρως μέχρι την εκπνοή του χρόνου προειδοποίησης και ο εργοδότης δεν καθίσταται υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας. Εάν ο εργοδότης ασκήσει το εν λόγω δικαίωμα, ο εργαζόμενος έχει το δικαίωμα να αναλάβει εργασία σε διαφορετικό εργοδότη κατά το χρονικό διάστημα της προμήνυσης, χωρίς να επηρεάζονται τα αποτελέσματα της καταγγελίας και το ύψος της καταβλητέας αποζημίωσης (άρθρο 65 του Ν. 4808/2021).
Προϋποθέσεις έγκυρης καταγγελίας
Η καταγγελία θεωρείται έγκυρη, εφόσον γίνεται εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για το Ι.Κ.Α. μισθολόγια ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος. Η καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης πρέπει να γίνεται ταυτόχρονα με την καταγγελία της σύμβασης, εκτός της περίπτωσης της τακτικής καταγγελίας, όπου η καταβολή της γίνεται κατά τη λήξη του χρόνου προειδοποίησης.
Η μη τήρηση έστω και μίας από τις άνω διατυπώσεις της απόλυσης, επιφέρει ακυρότητα της καταγγελίας και υπερημερία του εργοδότη ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του εργαζόμενου.
Ωστόσο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 5 του άρθρου 66 του Ν. 4808/2021, στην περίπτωση που έχει καταβληθεί μεν η αποζημίωση αλλά η καταγγελία της σύμβασης εργασίας πάσχει για κάποιον από τους λοιπούς λόγους, τότε εφόσον ο εργοδότης διορθώσει το τυπικό σφάλμα εντός ενός (1) μηνός από την επίδοση της σχετικής αγωγής ή από την υποβολή αιτήματος επίλυσης εργατικής διαφοράς, η καταγγελία θεωρείται έγκυρη. Στην περίπτωση, που η πλήρωση των συγκεκριμένων προϋποθέσεων γίνει μετά την ως άνω προθεσμία, η πλήρωση αυτή λογίζεται ως νέα καταγγελία και η προηγούμενη ως ανυπόστατη. Πάντως, σε περίπτωση καταβολής ελλιπούς ποσού αποζημίωσης λόγω προφανούς σφάλματος ή εύλογης αμφιβολίας ως προς τη βάση υπολογισμού αυτής, δεν αναγνωρίζεται η ακυρότητα της καταγγελίας, αλλά διατάσσεται η συμπλήρωση της αποζημίωσης.
Όσον αφορά στην υποχρέωση του εργοδότη να αναγγείλει, με ηλεκτρονική υποβολή του σχετικού εντύπου, στο ΠΣ «ΕΡΓΑΝΗ» την καταγγελία της σύμβασης εργασίας εντός τεσσάρων (4) ημερών από την ημέρα της καταγγελίας (άρθρο 38 Ν. 4488/2017), διευκρινίζεται ότι η παράλειψη της υποχρέωσης αυτής δεν καθιστά την καταγγελία άκυρη, αλλά επιφέρει κυρώσεις για τον εργοδότη.
Πέραν των ανωτέρω τυπικών προϋποθέσεων και παρόλο που η καταγγελία της σχέσεως εργασίας είναι αναιτιώδης, το δικαίωμα του εργοδότη δεν είναι ανεξέλεγκτο, αλλά υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του Α.Κ. περί κατάχρησης δικαιώματος και δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος.
Επιπλέον, υπάρχουν περιπτώσεις που απαγορεύεται ρητά από το νόμο η καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Με την παρ. 1 του άρθρου 66 του Ν. 4808/2021, ομαδοποιούνται οι περιπτώσεις ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και περιλαμβάνονται σε ενιαία διάταξη περιπτώσεις προστασίας του εργαζόμενου από την καταγγελία (Προστασία από απολύσεις). Για τις περιπτώσεις αυτές, και σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 66 του Ν. 4808/2021, διευρύνεται το πλαίσιο προστασίας των εργαζομένων καθώς στην περίπτωση που ο εργαζόμενος αποδείξει ενώπιον δικαστηρίου πραγματικά περιστατικά ικανά να στηρίξουν την πεποίθηση ότι η απόλυση έγινε για κάποιον από τους συγκεκριμένους λόγους, εναπόκειται στον εργοδότη να αποδείξει ότι η απόλυση δεν έγινε για τον προβαλλόμενο λόγο.
Σε περίπτωση μη έγκυρης καταγγελίας, ο μισθωτός μπορεί να επιδιώξει δικαστικώς είτε την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, είτε την καταβολή ή συμπλήρωση της αποζημίωσής του. Η αγωγή για ακυρότητα της καταγγελίας είναι απαράδεκτη εάν δεν κοινοποιηθεί εντός τριών μηνών από την απόλυση ενώ η αγωγή για την καταβολή ή συμπλήρωση της αποζημίωσης είναι απαράδεκτη εάν δεν κοινοποιηθεί εντός έξι μηνών από του χρονικού σημείου κατά το οποίο η αποζημίωση κατέστη απαιτητή (άρθρο 6 Ν. 3198/1955).
Mε την παρ. 3 του άρθρου 66 του Ν. 4808/2021, εισάγεται νέα ρύθμιση που προβλέπει ότι το δικαστήριο, αντί οποιασδήποτε άλλης συνέπειας, μετά από αίτημα είτε του εργαζομένου είτε του εργοδότη, επιδικάζει υπέρ του εργαζομένου ποσό πρόσθετης αποζημίωσης, το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο των τακτικών αποδοχών τριών (3) μηνών ούτε μεγαλύτερο του διπλάσιου της κατά νόμο αποζημίωσης, λόγω καταγγελίας κατά τον χρόνο απόλυσης. Το αίτημα υποβάλλεται από τον εργαζόμενο ή από τον εργοδότη σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης, σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Κατά τον καθορισμό του ποσού της πρόσθετης αποζημίωσης, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του ιδίως, την ένταση του πταίσματος του εργοδότη και την περιουσιακή και οικονομική κατάσταση του εργαζομένου και του εργοδότη.