Ι. Η διελκυστίνδα πλήρους και μερικής / εκ περιτροπής απασχόλησης
Οι οικονομικές διακυμάνσεις και οι αλλαγές των εργασιακών αναγκών νομοτελειακά αναδεικνύουν παραλλαγές της «κλασσικής» απασχόλησης. Τα έτη της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, οι θεσμοθετημένες ελαστικές μορφές εργασίας, που επί σειρά ετών αποτελούσαν περισσότερο θεωρητικές κατασκευές, παρά στοιχεία της εργασιακής πραγματικότητας, ανέπτυξαν μια ιδιαίτερη δυναμική, που τις ανήγαγε σε ισοδύναμο -με τις λοιπές μορφές εργασίας- ρυθμιστή της τρέχουσας αγοράς εργασίας. Παράλληλα, εισήχθησαν και νέες μορφές ευέλικτης απασχόλησης. Κάπως έτσι, η εργασιακή καθημερινότητα άρχισε να κατακλύζεται από όρους όπως, μερική απασχόληση και εκ περιτροπής εργασία, συμβάσεις ορισμένου χρόνου, διαθεσιμότητα, τηλεργασία, Εταιρείες Προσωρινής Απασχόλησης (ΕΠΑ), δανεισμός εργασίας, ετοιμότητα προς εργασία κλπ.
Σε πρακτικό επίπεδο, σε περιόδους ύφεσης, η μερική απασχόληση αποτελεί συχνά αναγκαστική επιλογή και για τις επιχειρήσεις, αλλά και για τους εργαζόμενους. Προσέτι, σε περιόδους υψηλής ανεργίας αυξάνεται η αναζήτηση εργασίας, του -μέχρι τότε- μη οικονομικά ενεργού πληθυσμού (κυρίως νέων, συνταξιούχων και γυναικών), που και αυτό μάλλον ενισχύει την επιλογή της μερικής απασχόλησης).
Η μεταβολή στη σύνθεση και τη φυσιογνωμία των εργασιακών σχέσεων, κατά τα έτη της οικονομικής κρίσης, εντοπίζεται με τον πλέον εμφατικό τρόπο, στην αναλογία μεταξύ αφενός της πλήρους και αφετέρου της μερικής και της εκ περιτροπής απασχόλησης, όπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία του Π/Σ «ΕΡΓΑΝΗ» του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για τα έτη 2013-2022 (Πίνακας):
Πίνακας
Έτσι, το έτος 2014, εγκαινιάζεται η πρωτοκαθεδρία των ευέλικτων μορφών απασχόλησης έναντι της πλήρους, φαινόμενο που συνεχίζεται μέχρι και το έτος 2019. Η πλήρης απασχόληση υπερβαίνει ξανά το ποσοστό της μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης, μόλις κατά 1,5%, το έτος 2020, καταφέρνοντας να διατηρήσει την υπεροχή της και για τα επόμενα δυο έτη.
ΙΙ. Το ενωσιακό δίκαιο, ως όριο των ευέλικτων ρυθμίσεων του χρόνου εργασίας
Το έτος 2019, κι ενώ για τη χώρα μας επίκειτο η αναστροφή της αναλογίας πλήρους και μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης, με την πρώτη να κατακτά πάλι τα πρωτεία, στο ενωσιακό μέτωπο, η Ρουμανική Προεδρία του Συμβουλίου και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καταλήγουν σε προσωρινή συμφωνία σχετικά με μια οδηγία, στόχος της οποίας θα είναι πιο διαφανείς και προβλέψιμοι όροι εργασίας στην Ε.Ε.. Μετά την έγκριση της προσωρινής συμφωνίας επί της οδηγίας από τους αντιπροσώπους των κρατών μελών στο Συμβούλιο της ΕΕ, το Συμβούλιο εκδίδει την οδηγία 2019/1152, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα στις 11 Ιουλίου 2019.
Διακηρυγμένος στόχος της οδηγίας είναι η βελτίωση των όρων εργασίας με την προώθηση πιο διαφανούς και προβλέψιμης απασχόλησης, με παράλληλη διασφάλιση της προσαρμοστικότητας της αγοράς εργασίας. Όμως, τόσο από το αμιγώς κανονιστικό κομμάτι της οδηγίας όσο και από τις αιτιολογικές σκέψεις της, αναδεικνύεται ευκρινώς η ιδιαίτερη μέριμνα και ανησυχία του ενωσιακού νομοθέτη για τους εργαζόμενους χωρίς εγγυημένο χρόνο εργασίας.
Σύμφωνα με το κείμενο της οδηγίας, στους εργαζόμενους χωρίς εγγυημένο χρόνο εργασίας, συμπεριλαμβάνονται οι εργαζόμενοι με συμβάσεις μηδενικών ωρών εργασίας και με κατά παραγγελία συμβάσεις. Μάλιστα, θεωρείται δεδομένο ότι οι εργαζόμενοι αυτοί τελούν σε ιδιαίτερα ευάλωτη κατάσταση. Για τον λόγο αυτόν, η οδηγία φυλάσσει κανονιστικά ειδικές διατάξεις, που προσήκουν στην ιδιαίτερη αυτή μορφή απασχόλησης.
Έτσι, μέσω της οδηγίας, καταρχάς συγκεκριμενοποιείται θεσμικά το είδος αυτής της απασχόλησης και επιπλέον καθορίζονται οι προϋποθέσεις παροχής της εργασίας, εντός ενός πλαισίου ευελιξίας ως προς την οργάνωση του χρόνου εργασίας. Απώτερος στόχος των ρυθμίσεων είναι η εξισορρόπηση και η ικανοποίηση αφενός της ανάγκης ευελιξίας του εργοδότη ως προς τον χρόνο εργασίας σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο παραγωγικό περιβάλλον και από την άλλη της ανάγκης του εργαζομένου για στοιχειωδώς σταθερό και προγραμματισμένο χρόνο εργασίας.
ΙΙΙ. Η διασφάλιση της προβλεψιμότητας της εργασίας
Ως συμβάσεις μηδενικών ωρών απασχόλησης, κατά γραμματική ακριβολογία, νοούνται οι συμβάσεις που δεν προβλέπουν ελάχιστη διάρκεια εγγυημένης ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησης. Αντίστοιχα, σε ορισμένες συμβάσεις (κατά παραγγελία συμβάσεις), λόγω της φύσης της εργασίας, δεν είναι δυνατόν να τυποποιηθεί συμβατικά σταθερό ωράριο εργασίας.
Η οδηγία τέμνει την αβεβαιότητα υπέρ του εργαζόμενου, προβλέποντας, ότι ο εργαζόμενος δεν υποχρεώνεται να εργαστεί, εάν δεν πληρούνται σωρευτικά τα ακόλουθα:
(α) η εργασία να λαμβάνει χώρα εντός προκαθορισμένων ωρών και ημερών αναφοράς και
(β) να έχει ενημερωθεί από τον εργοδότη για ανάθεση εργασίας εντός εύλογου χρονικού διαστήματος πριν από τη διεξαγωγή, καθοριζόμενου σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική.
Εν ολίγοις, η οδηγία θωρακίζει την προβλεψιμότητα διττά: αφενός μέσω του καθορισμού χρονικών περιόδων, σε συγκεκριμένες ημέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων μπορεί να εκτελεστεί η εργασία με αίτημα του εργοδότη και αφετέρου μέσω της έγκαιρης ενημέρωσης για την ανάθεση της εργασίας.
Η πρώτη ασφαλιστική δικλείδα αποτελεί τον νομικό υποδοχέα για την κατοχύρωση της συνεχόμενης κατά το δυνατό απασχόλησης εντός μιας περιορισμένης χρονικής μονάδας (υπερακοντίζει δηλαδή τον σκοπό του νόμου, η απασχόληση του εργαζόμενου σε πολλά «σπαστά διαστήματα» εντός της ίδιας ημέρας). Προσθέτως, συνδέεται άμεσα με την αμοιβή. Εάν ο εργαζόμενος γνωρίζει εξ αρχής το εύρος της απασχόλησής του σε ορισμένο χρονικό διάστημα, ευλόγως εξάγεται και η αμοιβή που θα λάβει κατά τον χρόνο αυτόν.
Από την άλλη πλευρά, η εύλογη ελάχιστη περίοδος προειδοποίησης, η οποία νοείται ως η χρονική περίοδος που μεσολαβεί από τη στιγμή που ενημερώνεται ο εργαζόμενος σχετικά με μια νέα ανάθεση εργασίας έως τη στιγμή που αρχίζει η ανάθεση, συναρτάται με την ανάγκη εκ προοιμίου γνώσης και συμφωνίας των μερών σε ένα εύλογο και λειτουργικό χρονικό πλαίσιο κλήσης για παροχή εργασίας. Το πλαίσιο αυτό, δεν εξαρτάται μόνο από τις ανάγκες του οικείου τομέα, αλλά μπορεί να εξαρτάται και από τις γεωμορφολογικές και περιβαλλοντικές συνθήκες, τα κυκλοφοριακά δεδομένα και μέσα, το είδος της εργασίας, τον άμεσο χρονικό προγραμματισμό του εργαζομένου κλπ.
Το χρονικό όριο της προειδοποίησης είναι απαραίτητο να είναι σαφές και επαρκές, καθώς η ανάκληση της ανάθεσης εργασίας, δίχως την τήρηση εύλογης προθεσμίας, συνδέεται με αποζημιωτική αξίωση του εργαζόμενου έναντι του εργοδότη. Παρότι δε, η οδηγία χρησιμοποιεί τον όρο «αποζημίωση», που στο εθνικό δίκαιο παραπέμπει σε αδικοπραξία, ο δικαιολογητικός λόγος της αποζημίωσης έγκειται στην απώλεια του εισοδήματος του εργαζόμενου, λόγω της καθυστερημένης ακύρωσης της συμφωνηθείσας εργασίας. Υπό την έννοια αυτή και λαμβάνοντας υπόψη τα οριζόμενα στο άρθρο 656 ΑΚ, το ύψος της αποζημίωσης (πρέπει να) αντικρίζεται με το μισθό που απώλεσε ο εργαζόμενος.
Περαιτέρω, τα κράτη μέλη που επιτρέπουν συμβάσεις με ιδιαίτερα απρόβλεπτο χρονοπρογραμματισμό για τους εργαζόμενους, θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι εφαρμόζονται αποτελεσματικά μέτρα για την πρόληψη της κατάχρησής τους. Είναι χαρακτηριστικό, ότι η οδηγία προβλέπει την ανάγκη πρόληψης της κατάχρησης, επιδιώκοντας τρόπον τινά να μην απαιτηθεί παρέμβαση σε κατασταλτικό επίπεδο, επιλύοντας το ζήτημα από τα σπάργανά του. Τα μέτρα αυτά, σύμφωνα με την οδηγία, μπορούν να λάβουν τη μορφή περιορισμών στη χρήση και τη διάρκεια των συμβάσεων αυτών, μαχητού τεκμηρίου ύπαρξης σύμβασης εργασίας ή σχέσης εργασίας με εγγυημένο ποσό αμειβόμενων ωρών εργασίας με βάση ώρες εργασίας που παρασχέθηκαν σε προηγούμενη περίοδο αναφοράς, ή άλλων ισοδύναμων μέτρων που εξασφαλίζουν αποτελεσματική πρόληψη καταχρηστικών πρακτικών.
Τέλος, παρά την ευθεία «αποδοχή» από τον ενωσιακό νομοθέτη, των μορφών εργασίας με πρόγραμμα εξ ολοκλήρου ή ως επί το πλείστον μη προβλέψιμο, ο τελολογικός προσανατολισμός της οδηγίας, αποκαλύπτεται από τις ακόλουθες περιόδους των αιτιολογικών της σκέψεων:
1. Σκέψη 36 «Εάν οι εργοδότες έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν συμβάσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης ή αορίστου χρόνου σε εργαζομένους σε μη τυπικές μορφές απασχόλησης, θα πρέπει να προωθηθεί η μετάβαση σε ασφαλέστερες μορφές απασχόλησης σύμφωνα με τις αρχές που κατοχυρώνονται στον ευρωπαϊκό πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων. Οι εργαζόμενοι θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ζητούν άλλη, πιο προβλέψιμη και ασφαλή μορφή απασχόλησης, εφόσον αυτή είναι διαθέσιμη, και να λαμβάνουν δεόντως αιτιολογημένη γραπτή απάντηση από τον εργοδότη, η οποία θα λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες του εργοδότη και του εργαζομένου. […]»
2. Σκέψη 47 «[…] Η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν μπορεί να χρησιμεύει για τη μείωση των υφιστάμενων δικαιωμάτων που καθορίζονται στον συγκεκριμένο τομέα με την ισχύουσα εθνική ή ενωσιακή νομοθεσία, ούτε να συνιστά βάσιμη δικαιολογία για την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων στον τομέα που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία. Ειδικότερα, δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως βάση για την καθιέρωση συμβάσεων μηδενικών ωρών εργασίας ή άλλων παρόμοιων συμβάσεων εργασίας.».
Σκοπός δηλαδή, δεν είναι η θεσμοθέτηση μιας εναλλακτικής ευέλικτης μορφής εργασίας, αλλά η μετάβαση από την άτυπη απασχόληση σε ένα περιβάλλον προκαθορισμένης ελάχιστης προστασίας, μη λησμονώντας, ότι αξιωματική θεσμική κατεύθυνση του εργατικού δικαίου είναι η προαγωγή των ασφαλέστερων μορφών απασχόλησης.
* Η Αικατερίνη Κ. Γανίδη είναι Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Πηγή: Οικονομικός Ταχυδρόμος