Ομόρρυθμη είναι η εταιρεία με νομική προσωπικότητα που επιδιώκει εμπορικό σκοπό και για τα χρέη της οποίας ευθύνονται παράλληλα όλοι οι εταίροι απεριόριστα και εις ολόκληρον. Εφόσον δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στο ν. 4072/2012, εφαρμόζονται στην ομόρρυθμη εταιρεία οι διατάξεις του αστικού κώδικα για την εταιρεία, με εξαίρεση τις διατάξεις των άρθρων 758 και 761 του Αστικού Κώδικα.
Η Ομόρρυθμη Εταιρεία (General Partnership) ανήκει στις προσωπικές εμπορικές εταιρείες και ιδρύεται από δύο ή περισσότερα άτομα. Αποτελεί δε τον παλαιότερο τύπο προσωπικής εταιρείας στη χώρα μας. Σύμφωνα με το ισχύον Εμπορικό δίκαιο αλλά και τον Αστικό κώδικα, στο καταστατικό μιας Ο.Ε. αναφέρονται αναλυτικά οι όροι συνεργασίας των εταίρων (αρχικό κεφάλαιο, διανομή κερδών, το ακριβές εμπορικό αντικείμενό της, η επωνυμία και η έδρα της κ.α. ). Ο νόμος προβλέπει ακόμη ότι όλοι οι εταίροι θα πρέπει να συμμετέχουν στην διοίκηση της εταιρείας. Παρ’ όλα αυτά μπορούν να διορίσουν έναν ή περισσότερους από τους λοιπούς εταίρους ως διαχειριστή.
Κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της Ο.Ε. είναι η υποχρέωση των εταίρων της να συμβάλλουν προσωπικά στην επίτευξη του εταιρικού σκοπού – στη διοίκηση συμμετέχουν όλοι οι εταίροι, καθώς και η απεριόριστη ευθύνη τους για τις υποχρεώσεις της εταιρείας. Κάθε εταίρος ευθύνεται με όλη του την περιουσία, για το σύνολο των υποχρεώσεών της, ακόμη και μετά τη λύση της.
Ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα της Ο.Ε. έναντι άλλων εταιρικών μορφών επιχειρηματικής δράσης είναι τα χαμηλά γενικά έξοδα τόσο λειτουργίας όσο και σύστασης, η μη ύπαρξη ελαχίστου αρχικού εταιρικού κεφαλαίου γιατί ούτως ή άλλως δεν διαχωρίζεται η περιουσία της εταιρείας από την περιουσία των εταίρων, καθώς και το γεγονός πως δεν χρειάζεται συμβολαιογραφικό έγγραφο για την κατάρτισή της, αντιθέτως αρκεί ένα ιδιωτικό συμφωνητικό. Στα θετικά προσμετράμε την ελεύθερη διαμόρφωση των σχέσεων μεταξύ των εταίρων, την αμεσότητα προσαρμογής στις ανάγκες της αγοράς, τις προσωπικές σχέσεις / σχέσεις εμπιστοσύνης με πελάτες και προμηθευτές και την ευρύτερη ποικιλία εμπειριών στις οποίες μπορεί να στηριχθεί, όταν πρόκειται να ληφθούν αποφάσεις.
Αντίθετα, η αδυναμία διαίρεσης του εταιρικού κεφαλαίου σε μετοχές, η απεριόριστη ευθύνη των εταίρων, με όλη την περιουσία τους, για τις υποχρεώσεις της εταιρείας, ακόμα και μετά τη διάλυση της και η δυσκολία εξεύρεσης μακροπρόθεσμων πηγών χρηματοδότησης (τραπεζικός δανεισμός – Χρηματιστήριο) – μια προσωπική εταιρεία δεν έχει υποχρέωση να τηρεί τόσο αυστηρούς λογιστικούς κανόνες και βιβλία, έχει περιορισμένο σύστημα δημοσιότητας και εν γένει συνδέεται ως επί το πλείστον με πιο απλές επιχειρηματικές προσπάθειες κάτι που κάνει πιο δύσκολο για την δανείστρια τράπεζα να αξιολογήσει την πραγματική οικονομική κατάσταση της εταιρείας, αποτελώντας εμπόδιο στον τραπεζικό δανεισμό, αποτελούν αιτίες αποφυγής – εκτός σημαντικών εξαιρέσεων – μη επιλογής της συγκεκριμένης εταιρικής μορφής.
Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ως “μειονέκτημα” και της Ο.Ε. και της Ε.Ε., ότι ο εταίρος έχει το δικαίωμα καταγγελίας της εταιρικής σύμβασης, οπότε η εταιρεία λύεται και τίθεται σε εκκαθάριση. Είναι “όπλο” στη διάθεση κάθε εταίρου, η οποία δεν μπορεί να ανακληθεί και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο πίεσης έναντι του άλλου εταίρου. Ο τελευταίος έχει τη δυνατότητα να ζητήσει δικαστικά την κήρυξη της καταγγελίας ως γενομένης χωρίς σοβαρό λόγο, αίτημα που αν γίνει δεκτό από το δικαστήριο ο βλαβείς εταίρος μπορεί να διεκδικήσει μέσω δικαστηρίου αποζημίωση από τον υπαίτιο. Ασφαλώς χρονοβόρα και κοστοβόρα διαδικασία.