Η ασθένεια του μισθωτού, όπως έχει γίνει δεκτό από τη νομολογία των δικαστηρίων συνιστά σπουδαίο λόγο αποχής αυτού εκ της εργασίας του, χωρίς δυσμενείς γι’ αυτόν συνέπειες. Η αποχή από την εργασία λόγω βραχείας σχετικώς διάρκειας ασθενείας, δε θεωρείται λύση της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του μισθωτού.
Ως “βραχείας διάρκειας” ασθένεια θεωρείται αυτή που διαρκεί:
α) ένα μήνα, για όσους υπηρετούν μέχρι τέσσερα έτη,
β) τρεις μήνες για όσους υπηρετούν περισσότερο από τέσσερα και μέχρι δέκα έτη,
γ) τέσσερις μήνες, για όσους υπηρετούν περισσότερο από δέκα έτη
δ) έξι μήνες, για όσους υπηρετούν περισσότερο από δέκα πέντε έτη (άρθρο 3 του Ν. 4558/1930).
Τα χρονικά όρια αποχής, αρχίζουν από την ημέρα κατά την οποία ο μισθωτός απουσίασε συνεπεία της ασθενείας και λήγουν την αντίστοιχη ημέρα του επόμενου μηνός ή των τριών, των τεσσάρων ή των έξι μηνών, ανάλογα του χρόνου υπηρεσίας των μισθωτών κατά τη διάκριση που έγινε ανωτέρω. Στο χρόνο αυτό συνυπολογίζονται και οι Κυριακές και εξαιρέσιμες ημέρες.
Η υπέρβαση των ορίων της βραχείας διάρκειας ασθένειας, δεν επιφέρει από μόνη της την αυτοδίκαιη λύση της εργασιακής σχέσης, αλλά η λύση ή μη της εργασιακής συμβάσεως κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από τα αρμόδια δικαστήρια.
Απόλυση κατά τη Διάρκεια της Ασθένειας
Δεν απαγορεύεται η καταγγελία της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του εργοδότη κατά τη διάρκεια της ασθένειας του εργαζόμενου, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από ειδικές διατάξεις ή από ατομική σύμβαση εργασίας, αρκεί να τηρηθούν οι νόμιμες διατυπώσεις και να καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση ή να μη γίνεται αυτή κατά κατάχρηση δικαιώματος (ΑΚ 281).
Ασθένεια και Ρεπό
Η αποχή του εργαζόμενου από την εργασία του λόγω ασθένειας δεν επηρεάζει τη συνήθη τάξη χορηγήσεως ημέρας ή ημερών αναπαύσεως στους μισθωτούς. Συνεπώς, επανερχόμενος ο μισθωτός στην εργασία του από ασθένεια θα τύχει της προγραμματισμένης αναπαύσεως σαν να μην είχε παρεμβληθεί η ασθένεια.
Ασθένεια και Άδεια
Τα χρονικά διαστήματα που οι εργαζόμενοι απουσίασαν από την εργασία τους λόγω βραχείας ασθένειας, θεωρούνται ως χρόνος πραγματικής απασχόλησης και δεν συμψηφίζονται με τις ημέρες της κανονικής ετήσιας αδείας τους.
Αν η ασθένεια υπερβεί τα χρονικά όρια της βραχείας ασθένειας, οι ημέρες απουσίας του μισθωτού μπορούν να συμψηφιστούν με τις ημέρες κανονική αδείας, δε συμψηφίζονται όμως με τις αποδοχές της άδειας και του επιδόματος αδείας (έγγραφα Υπ. Εργασίας 4293/3-8-2005, 18778/643/10-6-2009).
Υποχρέωση Eνημέρωσης
Ο μισθωτός, μόλις ασθενήσει, οφείλει να ειδοποιήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τον εργοδότη περί ασθένειάς του, προσκομίζοντας, εντός εύλογου χρόνου, σχετική ιατρική βεβαίωση, αναφορικά με το είδος και τη διάρκεια της ασθένειάς του.
Η παράλειψη της αναγγελίας και η αποχή από την εργασία, είναι δυνατόν να θεωρηθεί από τις αρχές καλής πίστεως, ως πρόθεση καταγγελίας της συμβάσεως από μέρους του, εφόσον όμως προέρχεται από δόλο ή αμέλεια, και να αποτελέσει λύση της συμβάσεως από μέρους του μισθωτού και μάλιστα χωρίς αποζημίωση.
Όσον αφορά στην υπαιτιότητα, δεν εξετάζεται αν η ασθένεια επήλθε στην εργασία ή από άλλη αιτία ή από ατύχημα.
Αποδοχές
Η ασθένεια του μισθωτού θεωρείται σπουδαίος λόγος αποχής του μισθωτού από την εργασία του, για τον οποίο διατηρεί, σύμφωνα με τα άρθρα 657 και 658 Α.Κ., την αξίωσή του για αποδοχές.
Η διάρκεια του χρόνου κατά τον οποίο ο εργαζόμενος διατηρεί το δικαίωμα μισθοδοσίας του είναι 15 ημέρες για τον πρώτο χρόνο εργασίας του και 1 μήνας για τα υπόλοιπα χρόνια (Α.Κ. 658).
H καταβολή των ανωτέρω αποδοχών γίνεται σε συνδυασμό προς το άρθρο 5 του Α.Ν. 178/67, σύμφωνα με το οποίο ο εργοδότης για τις τρεις (3) πρώτες ημέρες του κωλύματος υποχρεούται στην καταβολή του μισού ημερομισθίου ή του αναλογούντος μισθού. Από δε τις αποδοχές του υπολοίπου διαστήματος ο εργοδότης δικαιούται να αφαιρέσει τα ποσά που εξαιτίας του κωλύματος καταβλήθηκαν στον μισθωτό από ασφάλιση υποχρεωτική κατά το νόμο (657 Α.Κ.).
Το έτος, με την έννοια του άρθρου 658 Α.Κ., αρχίζει από την ημερομηνία πρόσληψης του εργαζομένου και συμπληρώνεται κατά την αντίστοιχη ημερομηνία του επομένου έτους (εργασιακό έτος). Συνεπώς από της συμπληρώσεως των αντιστοίχων προς την ημερομηνία έναρξης της σύμβασης χρονικών σημείων εργασίας, αναβιώνει η αξίωση του εργαζομένου για τις αποδοχές το πολύ ενός μηνός.